Τα δυνατά γέλια στο τέλος σχεδόν κάθε ατάκας από την πρώτη στιγμή που άρχισε η παράσταση υπενθύμισαν την αξία του κειμένου του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Χιούμορ αιχμηρό, χωρίς ευκολία μέσα από λεπτές αποχρώσεις. Το έργο του «Βαφτιστικός» έκλεισε έναν αιώνα ζωής σημειώνοντας επιτυχία από την πρώτη στιγμή που το παρουσίασε ο σπουδαίος δημιουργός στο αθηναϊκό κοινό. Ο Γιώργος Πέτρου το παρουσίασε ξανά στην αυθεντική του μορφή φέρνοντάς το στα μέτρα της σημερινής εποχής. Παρατηρώντας κανείς τα εντυπωσιακά σκηνικά της Γεωργίνας Γερμανού σε ατμόσφαιρα art deco και αέρα εποχής σκεφτόταν πως οι σπουδαίες δημιουργίες ίσως να μην απαιτούν εκκεντρικές τοποθετήσεις και ακρότητες για να συνδεθούν με το σήμερα. Εμπεριέχουν την αξία της σπουδαιότητας των καλλιτεχνών που κέρδισαν τη μάχη με την αιωνιότητα. Ισως να αρκεί η κατανόηση του κόσμου που αφηγείται το έργο και η πρόθεσή να βυθιστεί κανείς σε αυτό σε αποζημιώνει. Κάθε οδηγία του συνθέτη αποδεικνύεται πολύτιμη όπως εκείνη που υποδεικνύει ο μουσικός να παίξει το σόλο του βιολιού στην πρώτη πράξη πάνω στη σκηνή. Και οι νότες που σκόρπισε στον αέρα της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη ο σπουδαίος βιολονίστας και εξάρχων της Καμεράτας, Sergiu Nastasa, με τη μεθυστική ερμηνεία του έβαλαν ένα ακόμη σημάδι συγκίνησης στον χάρτη των συναισθημάτων. Είναι από τις εικόνες που πήρε μαζί του εκείνο το βράδυ φεύγοντας από τη αίθουσα του Μεγάρου. Σαφώς και ήταν αναπόφευκτοι οι συνειρμοί γύρω από τη μακάβρια διαχρονικότητα των στίχων των τραγουδιών που έντυσαν την παράσταση.
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ. Η υπόθεση του έργου τοποθετείται χρονικά στην περίοδο της επιστράτευσης του 1918. Τα ίδια τραγουδούσαν δυστυχώς ξανά με πάθος λίγα χρόνια αργότερα. Οι στρατιώτες στο μέτωπο του ’40 έβρισκαν παρηγοριά και εμψυχώνονταν τραγουδώντας το «Εδώ στο μέτωπο περνούμε τον καιρό μας/με τη λαχτάρα και τον πόθο τον κρυφό/ να ζωντανέψουμε το κρύφιο τ’ όνειρό μας/τον προαιώνιο να διώξουμε εχθρό». Ομως η ζωή απαιτεί εκτός από τους ηρωισμούς να περιγραφεί και με τα συναισθήματα του πάθους και του ερωτικού πόθου: «Το τραγούδι της Τσιγγάνας» πήρε ξανά το δικό του σώμα όταν οι Τσιγγάνες Ελένη Σταμίδου (ερμήνευσε και τον ρόλο της Βιβίκας), Αννα Κουτσαφτίκη (ερμήνευσε και την Κική) τραγούδησαν «Στ’ άγριο το δάσος, πέρα εκεί στην εξοχή,/ όμορφη Τσιγγάνα ζούσε πάντα μοναχή/ Μόνη της πονούσε, μόνη της θρηνούσε το τρελό παιδί/ που ‘χε αγαπήσει και που ‘χε ποθήσει να το ξαναϊδεί». Και η σκηνή των Τσιγγάνων έδωσε το δικό της ξεχωριστό χρώμα – χωρίς φολκόρ στοιχεία αλλά μέσα από κατάμαυρα κοστούμια σε γκόθικ ατμόσφαιρα. Μεστές και ουσιαστικές οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών που έδωσαν το δικό τους στίγμα: Κορτάσης ο Αργύρης Πανταζάρας, Χαρμίδης ο Γιάννης Χριστόπουλος, Ζαχαρούλης ο Δημήτρης Ναλμπάντης, Συνταγματάρχης ο Μάριος Σαραντίδης, Μαρτής ο Χάρης Αττώνης, Μίμης ο Σταμάτης Πακάκης. Ευφυώς χορογραφημένη η ερωτική σκηνή η οποία περιέγραφε την ελευθερία των Τσιγγάνων με ιδιαίτερη ποιητικότητα. Γιατί όπως σημείωσε ο σκηνοθέτης και μαέστρος της παράστασης Γιώργος Πέτρου: «Ηχοι και χρώματα υπέροχα, συνδέουν το αριστούργημα του Σακελλαρίδη με τους ήχους του Johann Strauss και του Franz Lehar και κάνουν τη μουσική να διασκεδάζει, να χαμογελά και να παιχνιδίζει μέσα από απρόσμενες εκπλήξεις. Ολα αυτά χωρίς νοσταλγία. Γιατί η αγάπη μας για την Ελλάδα κοιτάζει μπροστά».