Στη διάρκεια των εορτών δύο επιστολές-αναρτήσεις συγκλόνισαν την εορταστική μας ραστώνη και προκάλεσαν ταραχή στο στρατόπεδο της αδιατάρακτης κυβερνητικής αδιαφορίας.
Η μία απευθυνόταν στον Πρωθυπουργό και γράφτηκε από μια μαθήτρια του Κολλεγίου Αθηνών. Δίχως ίχνος αντιπολιτευτικού οίστρου η μαθήτρια καλούσε τον επικεφαλής της κυβερνητικής πλειοψηφίας να είναι προσεκτικότερος στις εκφράσεις του και να μη θίγει, ίσως άθελά του, μαθητές που δουλεύουν σκληρά, που δεν ανήκουν υποχρεωτικά στα κοινωνικά ρετιρέ της χώρας και που εκπαιδεύονται να σέβονται τη γνώμη όσων διαφωνούν μαζί τους και αντιτίθενται στις απόψεις τους…
Η μαθήτρια ενοχλήθηκε από αποστροφή ομιλίας του Πρωθυπουργού στη Βουλή που αναφερόταν σε «κολεγιόπαιδες» που τα βρήκαν «όλα στρωμένα στη ζωή τους». Αντίθετα, τονίζει η μαθήτρια, τα παιδιά αυτά οφείλουν να καταβάλουν σκληρές προσπάθειες για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του δύσκολου σχολείου τους. Προέρχονται από πολλά και διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και είναι απαίτησή τους να τους σέβεται το πολιτικό προσωπικό της χώρας, αποφεύγοντας τις όποιες αβασάνιστες ειρωνείες.
Η άλλη υπήρξε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενός απλού έλληνα πολίτη που, απογοητευμένος από τα συμβαίνοντα στη χώρα, αποφάσισε να φύγει μόνιμα στο εξωτερικό. Με αναφορά σε συχνές δηκτικές καταχωρίσεις πολλών βολεμένων από τη σημερινή κατάσταση, του είδους «αν δεν σ’ αρέσει, σήκω φύγε», ο σχολιαστής σημείωσε πως αποφάσισε να ακολουθήσει τις προτροπές τους.
Βασικός του στόχος η αναζήτηση ενός κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος πολιτισμένου, που σέβεται και επιδιώκει την αξιοκρατία, ενώ η ζωή ακολουθεί κανόνες ορθολογικούς και γενικότερης τάξης. Η πικρία της καταχώρισης του γνωστού σχολιαστή είναι έκδηλη και υποδηλώνει το άγχος χιλιάδων νέων παιδιών που αδυνατούν να αναπνεύσουν κοινωνικά σε ένα σύστημα παλινόρθωσης του παλαιοκομματισμού και κυριαρχίας ενός τέλματος αδράνειας, διαφθοράς και οπισθοδρόμησης.
Οι δύο αυτές επιστολές/καταχωρίσεις συγκλόνισαν το πολιτικό σκηνικό. Υπήρξαν ισχυρές γροθιές στο στομάχι του κοινωνικού μας ωχαδερφισμού. Οι συνέπειές τους είναι ακόμα άγνωστο πόσο σοβαρές θα είναι. Αν περάσουν τελικά απαρατήρητες από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα, θα είναι ένα ακόμα δείγμα της σημερινής μας πολιτικής παθολογίας… Και θα είναι κρίμα.