Τα τελευταία χρόνια σε όλα, σχεδόν, τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ υπάρχει και κάτι από Λάνθιμο. Μια υποψηφιότητα δηλαδή που αφορά ταινία του έλληνα σκηνοθέτη που εδώ και μια δεκαετία κάνει διεθνή καριέρα – με την ουσιαστική σημασία του όρου -, τη μεγαλύτερη που έχει κάνει συμπατριώτης μας (γέννημα θρέμμα και όχι εκ καταγωγής) στον κινηματογράφο. Πέντε ταινίες σε διεθνή προβολή, από τον «Κυνόδοντα» του 2009 μέχρι τη φετινή «Ευνοούμενη», με τη συμμετοχή σημαντικών ηθοποιών και με ιδιαίτερες διακρίσεις στα φεστιβάλ Κανών και Βενετίας και υποψηφιότητα στα Οσκαρ, σηματοδοτούν μια καριέρα που θα τη ζήλευε σκηνοθέτης χολιγουντιανού βεληνεκούς (για να το πω άκομψα). Πριν από αυτό ο Λάνθιμος είχε γυρίσει ταινίες στην Ελλάδα και μερικά από τα καλύτερα και πιο επιτυχημένα σποτ στη χρυσή εποχή της διαφήμισης.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που θεωρώ άξιο αναφοράς στην περίπτωσή του. Ο Λάνθιμος είναι 45 ετών. Ανήκει δηλαδή στη γενιά των σαραντάρηδων. Τον συγκρίνω με τους, περίπου, συνομηλίκους του στην Ελλάδα. Και κυρίως με τους παροικούντες, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, την πολιτική. Είναι τα παιδιά που σπούδασαν και άκμασαν στη, μάλλον εύκολη για την Ελλάδα, δεκαετία του 1990 και μπήκαν με ορμή στον 21ο αιώνα. Και μετά ήρθε η κρίση. Και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ. Και εκεί που νόμιζαν ότι όλα τούς ανήκουν, αναδιπλώθηκαν (ή εντάχθηκαν, για εξασφάλιση, στο κυβερνητικό κόμμα αλλά δεν αναφέρομαι σε αυτούς). Βλέπω να μιλούν και να γράφουν για τη γενιά τους που πήγε χαμένη, για το ότι πρέπει να τους ανοίξουν τις πόρτες και άλλα τέτοια. Σε όλα αυτά τα παιδιά που μοιάζουν να μην ξέρουν ότι τις πόρτες η κάθε γενιά τις ανοίγει μόνη της, ακόμη και σε συνθήκες πιο δύσκολες από τις σημερινές, ότι οι γενιές που περιμένουν να ανοίξουν οι πόρτες ως διά μαγείας είναι ούτως ή άλλως «χαμένες», θα τους έλεγα να κοιτάξουν λίγο τον Λάνθιμο.