Ο Ρούσσος Βρανάς (1950 – 2012) ήταν ένας από τους πιο οξυδερκείς και πολύπλευρα μορφωμένους επιφυλλιδογράφους που πέρασαν ποτέ από «ΤΑ ΝΕΑ». Η μακρόβια στήλη του ήταν ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο παράθεσης, διασταύρωσης και, κυρίως, επεξεργασίας πληροφοριών – ένα διαρκές, καθημερινό ανάχωμα στη σκουπιδο-ενημέρωση και στη δικτατορία της σαχλαμάρας που (ήδη από τη δεκαετία του 1990) είχε δείξει δυσοίωνα προς τα πού θα πήγαινε το πράγμα. Στο βιβλίο του «Η άχρονη χώρα» (εκδόσεις Ποταμός, 2002) ο Βρανάς είχε περιγράψει αναλυτικά τη συμπτωματολογία. Οπως και ο πρεσβύτερος συνονόματός του, ο Ρούσσος Κούνδουρος (1923 – 1990), ο Πατέρας της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας στην Ελλάδα, ο Βρανάς ήταν από τους τελευταίους μιας γενιάς που πίστεψε ότι η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην πληροφόρηση (και της συνυφασμένης κρατικής καταστολής) θα οδηγούσε αναπόδραστα σε μια κοινωνία ενημερωμένων πολιτών, αισθητά λιγότερο φοβισμένων και ασυγκρίτως πιο δύσκολα χειραγωγήσιμων. Ο Κούνδουρος εκδήμησε προτού σκάσει μύτη ο θαυμαστός κόσμος των social media. O Βρανάς πρόλαβε τα γεννητούρια και τη νηπιακή τους ηλικία, αλλά δεν έζησε για να βιώσει επώδυνα το «ζοφερό μέλλον» που βιώνουμε εμείς σήμερα.
Η ναυαρχίδα των social media, το Facebook, ήταν εξαρχής εξοπλισμένη με ορισμένες δικλίδες ασφαλείας, απαραίτητες για την προστασία μας, υποτίθεται· κατά πόσον οι ίδιες δικλίδες είχαν και μια «σκοτεινή πλευρά», θα έπρεπε να περάσει κάμποσος καιρός μέχρις ότου το αντιληφθούμε. Τι πιο σωστό, λόγου χάριν, από το να μπλοκάρεις ή να διαγράφεις (δεν είναι ακριβώς ταυτόσημο) κάποιον που σε ενοχλεί; Οσοι από εσάς δεν έχουν υποστεί μαζικό ηλεκτρονικό bullying, δεν είναι πιθανόν σε θέση να εκτιμήσουν πόσο σωτήρια ήταν αυτή η δικλίδα ασφαλείας. Συν τω χρόνω, όλο και πιο εκλεπτυσμένοι αλγόριθμοι στο Facebook αναβάθμιζαν την ιδιότυπη «προστασία». Από ένα σημείο κι έπειτα δεν χρειαζόταν να μπεις καν στον κόπο και να μπλοκάρεις ή να διαγράψεις τους «ενοχλητικούς». Το έκανε το ίδιο το Facebook για λογαριασμό σου.
Με δεδομένο ότι ανήκεις στη μεγάλη πλειοψηφία των χρηστών, εκείνη που δεν επιδιώκει μαζοχιστικά να έρχεται σε επαφή με όσους της προκαλούν δυσφορία ή οδύνη, ο αλγόριθμος του Facebook σού παρουσιάζει συστηματικά μονάχα τις αναρτήσεις εκείνων με τους οποίους βρίσκεσαι σε επαφή ήδη. Ολοι οι υπόλοιποι – οι «ενοχλητικοί» – απλώς δεν υπάρχουν. Ετσι, αντί να διαμορφώνεις απόψεις – τουτέστιν, να διαμορφώνεσαι – μέσα σ’ ένα πολυφωνικό περιβάλλον (την Ουτοπία για την οποία ανάλωσαν τη ζωή τους ο Κούνδουρος και ο Βρανάς), μεγαλώνεις μέσα σ’ ένα ψευδοκάστρο όπου οι πάντες συμφωνούν μαζί σου και όσοι διαφωνούν – κατά την προσφιλή φεϊσμπουκική έκφραση – «μαζεύουν τα κουβαδάκια τους και πάνε σε άλλη παραλία». Διεισδυτικοί μελετητές της νέας παθογένειας, όπως ο Μανώλης Ανδριωτάκης, κάνουν λόγο για «ναρκισσιστικό σύνδρομο», με τον χρήστη να πλέει σε πελάγη αυταρέσκειας, πλήρως ανίκανος ν’ αντιμετωπίσει οτιδήποτε «διαφορετικό» από αυτό που πιστεύει και με την επικίνδυνη αυταπάτη ότι όλοι πιστεύουν τα ίδια μ’ εκείνον. Δεν μιλάμε πλέον για έναν πολίτη, αλλά για έναν οπαδό. Το μέλος μιας αγέλης. Μιας αγέλης καταδικασμένης να μην έρθει ποτέ σ’ επαφή με τις άλλες αγέλες. Δεν εξιδανικεύω το παρελθόν. Η αγελαία συμπεριφορά δεν είναι εφεύρεση των social media. H ειδοποιός διαφορά είναι το νέο «αεροστεγές» περιβάλλον. Οι οπαδοί δεν κάθονται σε διαφορετικές κερκίδες. Δεν υπάρχουν κερκίδες για τους «άλλους» καν. Ετσι «προστατευόμαστε» από κάθε «μόλυνση» έξωθεν. Μονάχα που οι προστατευόμενοι οργανισμοί είναι και οι πιο ευάλωτοι. Οσοι δεν έρχονται σ’ επαφή με τους άλλους, όσοι δεν μεταλλάσσονται, είναι κι εκείνοι που πεθαίνουν πρώτοι.