Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε έναν διαχωρισμό. Από τη μια πλευρά είναι μια σχέση εξ αρχής ανάρμοστη, αν όχι διεστραμμένη. Μια σχέση δύο εθνικολαϊκιστικών κομμάτων, από τα οποία το ένα ανήκει στην Αριστερά και το άλλο στη Δεξιά, που υποτίθεται ότι στηρίχθηκε στην κοινή αντίθεσή τους στα Μνημόνια, στην πραγματικότητα όμως συνήφθη για να τους επιτρέψει να μοιραστούν την εξουσία και να στήσουν ένα νέο πελατειακό κράτος.
Η σχέση αυτή είχε από την αρχή ημερομηνία λήξης. Κι αυτό, εξαιτίας όχι τόσο των θεμελιωδών διαφορών ανάμεσα στους δύο εταίρους όσο της αντικειμενικής τους αδυναμίας να κοροϊδεύουν τόσο πολύ, τόσο πολλούς, για τόσο πολύ χρονικό διάστημα. Με αυτή την έννοια, δεν έχει και μεγάλη σημασία αν η ένταση στις σχέσεις του Τσίπρα με τον Καμμένο είναι πραγματική ή στημένη. Ο στόχος εκπληρώθηκε. Ενα ταμπού έσπασε. Η πολιτική ζωή έπιασε πάτο.
Από την άλλη πλευρά είναι μια συμφωνία, καλή, κακή, μετριούτσικη, που κλείνει πάντως οριστικά μια εκκρεμότητα στα Βαλκάνια και αποτρέπει τον κίνδυνο να οριστικοποιηθεί η διεθνής χρήση του ονόματος «Μακεδονία» για τον βόρειο γείτονά μας. Οι διαφωνίες με κάποιες διατάξεις είναι θεμιτές και λογικές. Ομως η Μακεδονία δεν είναι μία και ελληνική, όπως φώναξε στην Κατερίνα Νοτοπούλου μια κυρία στη Θεσσαλονίκη: ελληνική είναι μόνο η ελληνική Μακεδονία. Και όπως έλεγε πριν από είκοσι πέντε χρόνια ο εξέχων ιστορικός Φίλιππος Ηλιού, έγινε ελληνική κατά τον περασμένο αιώνα «μέσα από ένα σπαρακτικό ξερίζωμα πληθυσμών, με αμοιβαίες ανταλλαγές πληθυσμών, με τον ερχομό των Μικρασιατών Ελλήνων μετά την καταστροφή».
Αλλά αυτό η Νοτοπούλου μάλλον δεν το ξέρει, αλλιώς μπορεί και να απαντούσε στην οργισμένη κυρία που νομίζει ότι κάποιος πωλεί την ελληνική Μακεδονία.
Είναι τεχνητός ο διαχωρισμός ανάμεσα στα συριζανελίτικα παιχνίδια και την τύχη της συμφωνίας των Πρεσπών; Οποιος θέλει τη συμφωνία δίνει ψήφο εμπιστοσύνης και στην κυβέρνηση; Και, αντιστρόφως, η ρήξη του κυβερνητικού συνασπισμού οδηγεί αυτομάτως και στην κατάρρευση της συμφωνίας; Ετσι φαίνεται να πιστεύει ένα μέρος των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων. Αλλοι πάλι θεωρούν καθήκον τους να ψηφίσουν μια συμφωνία που θεωρούν εθνικά ωφέλιμη, ξεκαθαρίζοντας την ίδια στιγμή ότι θεωρούν επιζήμια τη συνέχιση της κυβερνητικής θητείας. Είναι πουλημένοι και προδότες, όπως χαρακτηρίζουν οι νέοι Αγανακτισμένοι τον Σπύρο Δανέλλη; Είναι χρήσιμοι ηλίθιοι, όπως λένε κάποιοι άλλοι για τον Θεοδωράκη και τον Μαυρωτά; Οχι, είναι συνεπείς.
Το αν θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία για δύο, τέσσερις ή οκτώ ακόμη μήνες δεν εξαρτάται από τη στάση που θα κρατήσει Το Ποτάμι, αλλά από την κίνηση που θα κρίνει ο Καμμένος ότι είναι πιο επωφελής για τον ίδιο (αφού για το κόμμα του θα πάψουμε πολύ σύντομα να μιλάμε). Ετσι όμως δεν ήταν από την αρχή;