«Μαύρο κι άσπρο άλογο ακολουθούν τον Θεό τους. Το μαύρο ξεκόλλησε και βούτηξε στη γη πνοή σε σώμα για να δώσει. Ταξίδι μεγάλο η μικρή ζωή μες στις χαρμολύπες βουτηγμένη. Κάποια στιγμή το άσπρο νιώθει μοναξιά και το άλλο του μισό καλεί. Αυτό κοντά του σαν γυρίσει αφήνει το σώμα άψυχο στο χώμα να ξαπλώσει. Τα άτια ξανά μαζί θα τρέξουν στον Θεό τους». Λόγια φιλοσόφου αυτά για την ψυχή μας που δένουν με όνειρα τρελά. Φτιαγμένα από αστρόσκονη τη γνώση μας προσφέρουν βουτώντας στα ασυνείδητα. Ο,τι τη μέρα η μοίρα μας προσφέρει, το βράδυ θα πιάσει ο νους παιχνίδι.

Φόρα παίρνω από τη γη και δειλά στην αρχή τα πόδια μου σηκώνω. Με κυνηγούν άνθρωποι ξένοι ή και δικοί μου, πλάσματα δαίμονες άγγελοι που γίνονται ήχοι, βλέμματα και χρώματα σαν πετώ σε μέρη γνώριμα της άγνωστης ζωής. Ολη η αντίθεση φωτός και σκότους στα δάχτυλά μου απλωμένη. Η ανάγκη του παρελθόντος να βρέξει τα μάτια μας κι ο χρόνος αέναος χαϊδεύει. Ξεχνώ τα λόγια μου πριν βγω στη σκηνή, σύνδρομο ηθοποιού, δεν βρίσκω τα ρούχα μου, χάνομαι στο λαβύρινθο του άγνωστου χώρου κι οι άλλοι γύρω μου άμορφες μουσούδες, ακέφαλα κορμιά, στάχτη και κύμα γίνονται.

Από μικρός έπεφτα σε λάκκους με φίδια, έτριζα τα δόντια μου μέχρι να σπάσουν και τα έφτυνα από την αγωνία. Παραμορφωμένα τα βουνά, δέντρα απύθμενα, πλάσματα ενός άλλου σύμπαντος μυρμηγκιάζουν τον νου κι η σάρκα στροβιλίζει στο κρεβάτι καλά να ψήσει τα μελλούμενα. Πάνω στον χρόνο ακροβατώ, άηχο το νήμα του και σαν μαγνήτης ο γκρεμός φτερό μολύβι ένα τσουβάλι κόκαλα το μεδούλι μου τραβά. Μετά μια ζέστη χαράς από πολλά φιλιά και χάδια την καρδιά μου ακουμπούν. Ονείρωξη, ποίημα η ηδονή, πεζά οι λέξεις πέφτουν τραπουλόχαρτα στην τσόχα του Θεού, ένας διάβολος σεμνός κιμπάρικα το γέλιο του σκορπά, μήλα, τριαντάφυλλα στα ανύπαρκτα μαλλιά, το πράσινο φόντο σαν σούπα στέρεη στον καμβά.

Χτυπά η καρδιά να σου θυμίζει ζωντανός στη λήθη πως ξαπλώνεις. Το αίμα μέλωσε ποτάμι να διαβαίνει, τα γλύκανε τα σύννεφα που σαν βαμβάκι το ρούφηξαν. Στεγνός μετέωρος κοιτώ τα αψηλά κι είπα να ρίξω μια βουτιά στου παραδείσου τα στενά. Μεγάλο μάθημα σαν πίνεις τον καφέ σου με το Αγνωστο παρέα.

Ετσι η πραγματικότητα γίνεται νόστιμη. Παιχνίδι φαντασίας μιας κι είναι αμφίβολο ποιο από τα δύο ζούμε. Κάθαρση τα όνειρα σαν έρπης στα χείλη κόκκινος. Μιας κι ο θάνατος δεν διώχνει, υποδέχεται, ο έρως ζευγάρι του γεννιέται. Το σώμα λιώνει κι ένα πνεύμα στα πέλαγα του ουρανού αδέσμευτο πλανιέται. Η γνώση είναι τοκετός, μα έχει γεύση δυνατή. Αν δεν ξυπνήσω δακρυσμένος, δεν είχε νοστιμιά ο ύπνος. Κι η μέρα γίνεται παιδί της νύχτας, ταξίδι του αχαλίνωτου. Οταν μιλάει ο Ουρανός η Γη σιωπαίνει.