Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ακόμα στο εσωτερικό της εγχώριας σοσιαλιστικής διανόησης διεξάγονταν έντονες συζητήσεις, έστω μακρές και ατελέσφορες, ετίθετο συχνά το ζήτημα του ανολοκλήρωτου αστικού μετασχηματισμού της χώρας. To ζήτημα αυτό ήταν απόρροια της κυρίαρχης στην τότε παραδοσιακή Αριστερά θεωρίας των σταδίων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, στις χαμηλού βαθμού οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης και χωρίς ισχυρή αστική τάξη χώρες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Ελλάδα, έπρεπε, πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση, να προϋπάρξει ένα στάδιο αστικοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Ετσι η Αριστερά αυτών των χωρών, όπως και η ελληνική, είχε καθήκον να συνδράμει στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της αστικής δημοκρατικής κοινωνίας.
Πέρα από το προφανές λάθος της θεωρίας αυτής, κυρίως ως προς την υποτίμηση του πολιτικού στοιχείου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να εμπνευστεί από κάποιες πλευρές της και να εξαλείψει αρκετά προνεωτερικά χαρακτηριστικά των δομών του κράτους και της κοινωνίας που επιβίωσαν παρά τις μεγάλες μεταπολιτευτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Πολύ περισσότερο όταν διαπίστωσε σχεδόν αμέσως ότι οι οικονομικές του επαγγελίες ήταν αφελέστατες και επικίνδυνες και μόνο το θεσμικό πεδίο προσφερόταν για την άσκηση μιας άλλου είδους πολιτικής. Γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι ούτε γι’ αυτό ήταν ικανός. Δεν είχε και δεν έχει κανένα συγκροτημένο μεταρρυθμιστικό σχέδιο για την ελληνική κοινωνία και μάλιστα, ενώ καταγγέλλει συνεχώς το παλιό πολιτικό σύστημα, χρησιμοποιεί και αναπαράγει όλες τις παραδοσιακές πολιτικάντικες μεθόδους των πελατειακών σχέσεων, των κομματικών παρεμβάσεων, των παροχών και της χειραγώγησης των θεσμών.
Παρ’ όλα αυτά όμως, παραδόξως, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις στη γενικευμένη κυβερνητική μεταρρυθμιστική ατονία. Πρόκειται για τα νομοσχέδια για τα δικαιωματικά/ταυτοτικά ζητήματα παλιότερα και πιο πρόσφατα η συμφωνία των Πρεσπών. Η συμφωνία αυτή είναι μια «αστικοδημοκρατική» μεταρρυθμιστική τομή τόσο στην εξωτερική πολιτική της χώρας όσο και στο εσωτερικό κυρίαρχο αφήγημα, στο οποίο επιβίωνε μια αναχρονιστική εθνικιστική αντίληψη των πραγμάτων που παρέπεμπε στην περίοδο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους και της σχετικής εθνοποιητικής διαδικασίας. Ακόμα και τώρα, δε, ποικίλοι πολιτικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί, φορείς διάχυτων εθνολαϊκιστικών ιδεολογημάτων και ηθελημένης ιστορικής άγνοιας αρνούνται να αποδεχθούν ότι υπάρχουν και άλλες εθνικές αφηγήσεις στην περιοχή και αποκρούουν οποιαδήποτε συμβιβαστική προσέγγιση. Αρνούνται επιπλέον να δουν και τη διεθνοπολιτική συγκυρία και την ανάδυση πολύ πιο επικίνδυνων εθνικισμών στην περιοχή από τον φαντασιακό σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό. Η συμφωνία των Πρεσπών, προϊόν ενός συμβιβασμού, όπως κάθε συμφωνία, αντιμετωπίζει σε έναν μεγάλο βαθμό το μακεδονικό ζήτημα και τα παρεπόμενά του και είναι θετική πολλαπλά για τα εγχώρια συμφέροντα. Ο σχετικά δόλιος χειρισμός της συμφωνίας από τον ΣΥΡΙΖΑ , ο οποίος την ενέταξε στο μικροκομματικό εσωτερικό παιχνίδι και επιχείρησε να δημιουργήσει προβλήματα στην αντιπολίτευση, δεν μειώνει τη σημασία της. Κάκιστα δε η δημοκρατική αντιπολίτευση αντιστρατεύεται με πάθος τη συμφωνία και πολύ περισσότερο το τμήμα της εκείνο που, ενώ επικαλείται τη σοσιαλδημοκρατία, ενεργεί αντίθετα με τις διεθνιστικές και ουμανιστικές παραδόσεις της και υποκύπτει στον φόβο του πολιτικού κόστους και στις εθνικιστικές οιμωγές.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν καθαγιάζει βέβαια και δεν εξαγνίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από τα πεπραγμένα του. Αντίθετα αναδεικνύει τις ιλαροτραγικές ενδοκυβερνητικές αντιθέσεις και τις πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ. Δεν υποστέλλει ακόμα την έντονη κριτική στην κυβέρνηση και στις πρακτικές της και ούτε βέβαια αναστέλλει την αναζήτηση ενός δημοκρατικού μεταρρυθμιστικού πολιτικού σχεδίου.
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός – κριτικός βιβλίου