Ενσαρκώνετε δύο διαφορετικές ηρωίδες στον «Γιούγκερμαν», την Ντάινα και τη Λίλη.
Νομίζω ότι δεν είναι αντιφατικές, αλλά ίδιες. Υπάρχει ένας κοινός πυρήνας – ο ίδιος δαίμονας μέσα τους. Το πώς τον χειρίζονται τις κάνει λίγο να διαφέρουν. Η Λίλη πήρε τον δρόμο της αυτοκαταστροφής. Παράτησε τα παιδιά της, μια καλή ζωή, για να ζήσει με τον εραστή της μέσα στην απόλυτη κατάντια. Εφυγε παίρνοντας βέβαια είναι καλό ποσό χρημάτων από τον άνδρα της, αλλά ο εραστής της ήταν ένα λαμόγιο και τίποτε άλλο. Εμείς στην παράσταση τη βλέπουμε 30 χρόνια μετά, όταν πάει και τη συναντάει ο Γιούγκερμαν, που είναι πια κατεστραμμένη. Να πω βέβαια ότι δύο βιβλία περίπου χιλίων σελίδων είναι πολύ δύσκολο να τα δούμε στο θέατρο. Και από αυτή τη σκηνή που ανέφερα ακόμη επιλέξαμε να κρατήσουμε κάποια συναισθήματα, όπως την οργή που έχει μέσα της η Λίλη.
Σας καλύπτει αυτή η σκηνοθετική επιλογή;
Βέβαια, γιατί ήταν πολύ δύσκολο για εμένα να καταλάβω και να συλλάβω πώς μια μάνα αφήνει τα παιδιά της και φεύγει με τον εραστή της. Πρέπει να σας πω ότι δεν μπορούσα να το κατανοήσω. Αναγκάστηκα να το κάνω.
Και τι εξήγηση δώσατε;
Η εξήγηση για όλα είναι μία: ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί. Οι αδυναμίες της Λίλης την οδήγησαν σε αυτό. Θεώρησε ότι έτσι μπορεί να προστατέψει τα παιδιά της ή θεώρησε ότι ηττήθηκε από το πάθος της. Νομίζω ότι αποφάσισε αυτή την καταστροφή να τη βιώσει. Συμβαίνει και σήμερα αυτό σε πάρα πολύ κόσμο. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι που όταν χαίρονται νιώθουν ενοχές. Επιλέγουν πάντα τον δύσκολο δρόμο. Κάτι τέτοιο συνέβη και στη Λίλη και αντίστοιχα στην Ντάινα.
Η Ντάινα είναι ένας τύπος εγωκεντρικός ο οποίος αντιλαμβάνεται τον έρωτα καταστροφικά. Την κατανοήσατε και αυτή;
Η Ντάινα είναι ένα πολύ παγωμένο πλάσμα και στη δική μου τη φύση υπάρχει και αυτό. Γι’ αυτόν τον λόγο μπόρεσα να την κατανοήσω πιο εύκολα απ’ ό,τι τη Λίλη. Το γιατί της έχει συμβεί αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, διότι δεν το αναλύει τόσο ο Καραγάτσης. Αλλά μπορούμε να καταλάβουμε από τα συμφραζόμενα και από τον τρόπο που μεγάλωσε.
Εσείς γιατί το έχετε πάθει;
(Γελάει τρανταχτά) Είναι γενετικό το πρόβλημα. Ή είναι ίσως πιο παλιό σ’ εμένα, ενδεχομένως να έρχεται από πολύ μακριά.
Το κομμάτι του πάγου, όπως λέτε, που υπάρχει μέσα σας θα το περιγράφατε ως συναισθηματική δυσκαμψία;
Ναι, καλύτερα έτσι, να μην το πούμε αναπηρία. Δεν εκδηλώνομαι εύκολα. Και ούτε αισθάνομαι εύκολα. Οταν θα αισθανθώ πίεση, πόνο, στενοχώρια, θλίψη ή αδικία – έχω ένα θέμα με την αδικία -, δεν το εκφράζω εκείνη τη στιγμή. Δεν θα καταλάβει κανείς πώς νιώθω. Εχει τύχει να βρίσκομαι πολλούς μήνες σε μια δουλειά και να περνάω μια πολύ δύσκολη προσωπική φάση και να μην το έχει αντιληφθεί άνθρωπος. Φοράω μια «μάσκα» και πορεύομαι. Επειδή λοιπόν αυτό κάποτε με εξυπηρέτησε, το έχω υιοθετήσει. Ολα αυτά καταγράφονται στον εγκέφαλό μας και αποκτούμε συμπεριφορές μέσα από μια αυτοματοποιημένη διαδικασία. Τώρα προσπαθώ να το αλλάξω και για μένα θα είναι μια καλή σωτηρία. Να μπορέσω δηλαδή να δώσω άλλες εντολές στον εγκέφαλό μου.
Τι εντολές θέλατε να του δώσετε;
Αρχικά να μη φοβάμαι να εκφράζομαι και να έρθω σε διένεξη αν χρειαστεί. Αυτό είναι κάτι που με μπλοκάρει πάρα πολύ. Πρέπει να μάθω τι θέλω και τι μ’ αρέσει και να συνειδητοποιήσω ότι η χαρά είναι βασικό συστατικό της ζωής.
Νιώθετε ενοχές όταν χαίρεστε;
Ενιωθα παλιά. Τώρα πια όχι, γιατί έχω κάνει πολλή δουλειά με τον εαυτό μου.
Κάποιος που θα παρατηρούσε τη ζωή σας ενδεχομένως να έλεγε ακριβώς το αντίθετο, ίσως να σας χαρακτήριζε αχάριστη. Υπό την έννοια ότι είστε ένα παιδί που ξέφυγε από τη λαϊκή γειτονιά που μεγάλωσε και κατέκτησε πάρα πολλά πράγματα. Η ομορφιά σάς άνοιξε τους δρόμους στους οποίους δεν θα μπορούσατε να περπατήσετε εάν δεν είχατε αυτή την εμφάνιση.
Μπορεί να ήταν και καλύτερα, ποιος ξέρει;
Ενδεχομένως. Το βέβαιο είναι ότι κατακτήσετε διαφορετικά πεδία.
Ενα πράγμα που μου έχει μάθει αυτή η δουλειά είναι πως το να χαρακτηρίζουμε τους άλλους είναι το πιο εύκολο πράγμα. Βεβαίως το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Αυτή την πορεία την έχω κάνει με πάρα πολύ κόπο. Βεβαίως επικράτησαν και ευνοϊκές συγκυρίες, αλλά έχω πραγματικά κοπιάσει. Αυτά επιλέγω να κάνω για να εξελιχθώ ως άνθρωπος και ως επαγγελματίας.
Τι σας έκανε να δημιουργήσετε αυτή τη συνθήκη της αποστασιοποίησης, η οποία, όπως μου είπατε, σας είχε βοηθήσει;
Αρχικά νομίζω ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι καταλάβαινα πως κρατάω αποστάσεις από τους ανθρώπους για να σωθώ. Ολα αυτά τα αντιλήφθηκα ύστερα από πολύ ψυχανάλυση.
Πώς αποφασίσατε να καθίσετε στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή;
Ηταν με την πρώτη κρίση πανικού που έπαθα!
Πότε;
Ημουν σε μία παράσταση, «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, χωρίζουμε» στο θέατρο Ηβη, με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, τη Βίκυ Σταυροπούλου, τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, τον Μέμο Μπεγνή. Θυμάμαι μάλιστα ότι είχαμε κανονίσει όλοι μαζί τότε να πάμε να ακούσουμε την Τάνια Τσανακλίδου μετά την παράσταση. Ξαφνικά εκεί που έπαιζα άκουσα ένα κρακ μέσα μου. Δεν ήταν μικρό, δεν πόνεσα, αλλά ένιωσα κάτι να συμβαίνει μέσα μου. Αρχισα να τρέμω, να μην μπορώ να ελέγξω το σώμα μου. Οι ηθοποιοί δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Εξάλλου μέχρι το διάλειμμα εγώ δεν έφευγα από τη σκηνή. Εβγαινα μόνο για λίγα δευτερόλεπτα να αλλάξω και να ξαναμπώ. Ετσι όταν πήγα πίσω για να βάλω ένα νυφικό με τη βοήθεια της Ζώγιας Σεβαστιανού, κατάλαβα ότι κάτι μου συμβαίνει. Κακήν κακώς ξαναβγαίνω και γίνεται το πρώτο μέρος της παράστασης.
Πώς βιώσατε τη συνέχεια;
Στο διάλειμμα πάω στο καμαρίνι όπου ήταν η Βίκυ Σταυροπούλου με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, πιάνω τη Βίκυ, στηρίζομαι πάνω της, αρχίζω ν’ ανασαίνω πολύ βαριά και να κλαίω. Και βέβαια δεν είχα καταλάβει ότι αυτό ήταν κρίση πανικού. Τότε στην παράσταση είχε έρθει ένας θεατής ο οποίος ήταν χειροπράκτης και ήρθε μέσα να μας δει. Και μου έκανε κάποια πράγματα τα οποία ενδεχομένως περισσότερο με έκαναν να γελάσω και να ξεχαστώ. Αλλά εκείνη τη στιγμή λειτούργησαν. Το διάλειμμα κράτησε τρία τέταρτα, σηκώθηκα και πήγα πάλι πίσω να παίξω. Το τι μου το προκάλεσε δεν το είπα ποτέ. Είδα μια εικόνα το μεσημέρι η οποία ήταν μαχαιριά στην καρδιά για εμένα. Εκείνη τη στιγμή είπα «εντάξει, μωρέ, και τι έγινε» και πήγα με αυτό το συναίσθημα να παίξω. Αλλά τελικά «έγραψε» μέσα μου, έτσι όπως σας το περιέγραψα. Με το που συνέβη όμως αυτή η κρίση πανικού είπα «Ζέτα, χρειάζεσαι βοήθεια».
Και από πού ζητήσατε βοήθεια;
Ηταν η εποχή που είχε τελειώσει το «Παρά πέντε» και είχαμε δεθεί πολύ με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου. Εκανε ήδη ψυχανάλυση και της ζήτησα το τηλέφωνο. Από τη στιγμή που άρχισα να κάνω ψυχανάλυση δεν ξαναέπαθα ποτέ κρίση πανικού.
Την πρώτη σας συνεδρία στην ψυχανάλυση τη θυμάστε;
Βεβαίως, πήγα στη γιατρό και της είπα «υπάρχει ένα γεγονός της ζωής μου που εγώ δεν θα σας το πω ποτέ, ποτέ, ποτέ». Λες και θα την ένοιαζε. Εβγαινε πάλι το θέμα της εμπιστοσύνης στους ανθρώπους κ.λπ. Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια για να καταλάβω τι ακριβώς μου συμβαίνει. Εννοείται ότι το γεγονός το αποκάλυψα και μάλιστα σχετικά νωρίς. Αλλά για να συνειδητοποιήσω πράγματα για εμένα μου χρειάστηκαν έξι χρόνια.
Συνεχίζετε;
Εκανα εννιά χρόνια και σταμάτησα. Τώρα κάνω κάποια άλλα πράγματα που σχετίζονται με την αυτογνωσία, το τι έχει καταγράψει ο εγκέφαλος και πώς μπορούμε να δώσουμε άλλες εντολές. Θα πρέπει να σας πω ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία των μαθημάτων έμαθα ότι το 96% της συμπεριφοράς μας είναι αυτοματοποιημένη και μόνο το 4% είναι συνειδητοποιημένη.
Η ρίζα της συναισθηματικής σας δυσκαμψίας βρήκατε τελικά από πού ξεκινάει;
Ναι, θα μπορούσε κανείς να πει από την οικογένεια, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις. Πήρα αγάπη από την οικογένειά μου, αλλά από αυτή τη διαδικασία των μαθημάτων έμαθα ότι κανείς μας δεν ξέρει τι είναι ακριβώς η αγάπη και τι είναι αληθινή αγάπη. Οσο ας πούμε συμφωνούμε, με αγαπάτε και σας αγαπάω. Αν διαφωνούσαμε, θα άρχιζαν τα προβλήματα. Αλλά η αγάπη μόνο αυτό δεν είναι.