Με την επίσκεψη της γερμανίδας καγκελαρίου στην Αθήνα και την υποδοχή που της επιφύλαξε ο έλληνας Πρωθυπουργός κλείνει ένας κύκλος διχασμού και αντιευρωπαϊσμού που άνοιξε το 2010, όταν η τότε κυβέρνηση υποχρεώθηκε στην υπογραφή του Μνημονίου προκειμένου να μη χρεοκοπήσει άτακτα η χώρα.
Η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη χώρα που υποχρεώθηκε να φορέσει τον ζουρλομανδύα της λιτότητας. Ηταν η μοναδική όμως στην οποία πολιτικές δυνάμεις έσπευσαν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την αγανάκτηση των πολιτών. Ηταν η μοναδική στην οποία πολιτικές δυνάμεις συστήθηκαν ως αντιμνημονιακές, υποδεικνύοντας εκείνες που τήρησαν υπεύθυνη στάση ως υπηρέτες των δανειστών.
Το κόμμα του σημερινού Πρωθυπουργού ήταν σε αυτές τις δυνάμεις που όχι μόνο εκμεταλλεύτηκαν την αγανάκτηση των πολιτών, αλλά επιπλέον την υποδαύλισαν. Ηταν σε προηγούμενη επίσκεψη της γερμανίδας καγκελαρίου όταν η ίδια απεικονίστηκε με χιτλερικά μουστάκια και ναζιστικές στολές, η πρωτεύουσα παραδιδόταν στη βία και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, τότε επικεφαλής της «αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης», την υποδείκνυε ως εμβληματικό πρόσωπο της «Ευρώπης των τοκογλύφων».
Η εικόνα της σημερινής Αθήνας δεν θυμίζει σχεδόν σε τίποτα την εικόνα εκείνης της πόλης. Ο κύριος Τσίπρας δεν είναι πια ένας διαπρύσιος κήρυκας του διχασμού που καταγγέλλει τους αντιπάλους του ως «μερκελιστές», αλλά ένας φιλόξενος οικοδεσπότης. Και ο κύκλος που άνοιξε με αντιμερκελικούς φιλιππικούς πριν από κάποια χρόνια κλείνει με ένα εγκάρδιο δείπνο στο Πανόραμα. Αλλά, αλίμονο, όχι χωρίς κόστος. Το κόστος που πλήρωσε στο μεταξύ η ελληνική κοινωνία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από τον λογαριασμό του εστιατορίου.