Εχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, επικρίσεις εναντίον των δικαστών για τις αποδοχές τους. Και η κριτική και επικριτική θέση των μη νομικών είναι συγγνωστή πλάνη. Ομως, η κριτική και επικριτική θέση στο θέμα αυτό από δικαστή είναι ασύγγνωστη.
Αναγνώσαμε με προσοχή το άρθρο του εισαγγελέως Εφετών κ. Κτιστάκη που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της έγκριτης αυτής εφημερίδας της 15ης-16ης Δεκεμβρίου, με τίτλο «Ο δικαστικός ακτιβισμός ή αιδώς Αργείοι». Με το άρθρο αυτό επικρίνονται οι δικαστές διότι με νόμιμο τρόπο προστατεύουν και επιδιώκουν τα δικαιώματα που τους παρέχουν το Σύνταγμα και οι νόμοι, και τα οποία αναγνωρίσθηκαν και επιδικάσθηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο.
Ο κ. εισαγγελεύς έχει τη γνώμη ότι «είναι παράλογο τα δικαστήρια να αποφαίνονται για δημοσιονομικά θέματα». Σφάλλει, διότι δύναται μεν ο νομοθέτης, σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, να θεσπίζει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών. Η δυνατότητα αυτή, όμως, του νομοθέτη δεν είναι απεριόριστη, αφού έχει ως όριο τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1), της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1), της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (άρθρο 25 παρ. 2), της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1) και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρο 5 παρ. 4). (Ελεγκτ. Συνεδ. Ολομ. 244/2017), αρκεί να εντάσσονται κατά τρόπο διαφανή, συνεπή και αποτελεσματικό στον οικονομικό σχεδιασμό του Κράτους (Δικ. Ευρ. Κοιν. της 19.5.2009, C-171/07 και C-172/07 Apotheker Kammer des Saarlandes, σκ. 42, της 9.7.1981, C-169/80 Administration des douanes κατά Societe anonyme Gondrand Freres Garancini, σκ. 17 και ΕΔΔΑ της 28.3.2000 Baranowski κατά Πολωνίας, παρ. 52). Ο δικαστικός έλεγχος των νομοθετικών αυτών παρεμβάσεων παραμένει έλεγχος ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ της ορθότητας της δημοσιονομικής πολιτικής, που ανάγεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στη σφαίρα της πολιτικής του ευθύνης (Ελεγκτ. Συν. 244/2017). Κατά τη δικαιολόγηση των μέτρων αυτών σταθμίζεται ο βαθμός διακινδύνευσης της δημοσιονομικής ισορροπίας σε σχέση με την επέμβαση σε δικαιώματα ή νόμιμες προσδοκίες των πολιτών, δεν δύναται όμως να οδηγεί σε κάμψη των ανωτέρω ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων, αφού αυτό περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων (άρθρα 44 παρ. 1 και 76 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος, όπως αυτό συμπληρώνεται από τον Κανονισμό της Βουλής) (Ελεγκτ. Συνέδριο 244/ 2017).
Τα ελληνικά δικαστήρια, όπως και τα ευρωπαϊκά (ΕΔΔΑ και Ευρ. Κοιν), αναγνωρίζουν ότι το Κράτος έχει την «αποκλειστική αποστολή και ευθύνη» της λήψεως των δημοσιονομικών μέτρων που κρίνει αναγκαία, ελέγχουν όμως αν τα μέτρα αυτά δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις, αφού δική τους αποστολή, κατά το Σύνταγμα, είναι η εκ μέρους, όχι μόνο των πολιτών, αλλά και του Κράτους, τήρηση των νόμων και του Συντάγματος. Διότι στο τέλος «Αν απουσιάζει η Δικαιοσύνη, τι άλλο είναι το Κράτος, παρά οργανωμένη ληστεία;» (Αγιος Ιερός Αυγουστίνος).
Και για να λάβει έστω μία απλή γεύση του τι εννοούμε, παραπέμπω τον κ. αρθρογράφο στην 18η σελίδα του ίδιου φύλλου της ίδιας εφημερίδας (στήλη του κ. Παπαχρήστου), στην οποία αναφέρεται η περίπτωση του διορισμού μιας μασέρ σε κρατική θέση με αποδοχές 4.200 ευρώ. Ποιες είναι οι αποδοχές του κ. εισαγγελέως; Τέτοιοι διορισμοί, και είναι πολλοί, δεν ενοχλούν τον κ. εισαγγελέα; Και με αυτούς, η ίδια η κυβέρνηση δεν δημιουργεί «δημοσιονομικό θέμα» (ή «δημοσιονομικό ζήτημα»);
Ο κ. εισαγγελεύς έχει το δικαίωμα να έχει διαφορετική αντίληψη στο θέμα που αναφέρεται, και το δικαίωμά του αυτό είναι σεβαστό. Δεν έχει, όμως, το δικαίωμα να ψέγει και να επιπλήττει τους συναδέλφους του με φράσεις όπως «Δικαστικός ακτιβισμός και αιδώς Αργείοι», επειδή δεν έχουν και αυτοί την ίδια αντίληψη. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται όχι πια για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, αλλά για τη στοιχειώδη διαβίωσή τους.
Ο Λουκάς Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αρεοπαγίτης, διδάκτωρ Νομικής