Για όσους από εμάς έχουμε μεγαλώσει σε πόλεις όπως η Αθήνα, οι γεροπλάτανοι, τα μυστικά και ο ίσκιος τους έχουν μια βουκολική γραφικότητα, ίσως συμπαθή αλλά στην ουσία άγνωστη και ανεξερεύνητη, αντίστοιχη με αυτήν του «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» του Στέφανου Γρανίτσα. Προσωπικά μάλιστα – έχοντας αλωνίσει τα καλοκαίρια μου νησιά των Κυκλάδων, όπου μόνο άνυδρες καλλιέργειες πιάνουν -, όταν, στο Δημοτικό, μας έβαλε η δασκάλα να ζωγραφίσουμε τον «πλάτανο στην πλατεία του χωριού», θυμάμαι ότι ζωγράφισα… φοίνικες. Φοίνικες είχε η πλατεία στο «χωριό» μου, την Ερμούπολη της Σύρου, αυτούς ήξερα, αυτούς σχεδίασα.
Χρειάστηκε να ταξιδέψω στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό για να συνειδητοποιήσω τη σχέση που έχει η χλωρίδα μιας περιοχής με τους ανθρώπους που την κατοικούν και το πώς διαμορφώνει την αισθητική τους. Για παράδειγμα, δεν μου κάνει πλέον εντύπωση αυτή η έμφυτη κομψότητα που έχουν άντρες και γυναίκες ακόμη και στα χωριά της Τοσκάνης ως προς τον συνδυασμό των χρωμάτων, όταν ζουν με αυτές τις εκατοντάδες αποχρώσεις του πράσινου τριγύρω τους. Επίσης δεν φυτρώνουν τυχαία φυτά και δέντρα κάπου. Σαν να υπάρχει μια «μυστική συνεννόηση» αλληλοπροστασίας ανάμεσα σε αυτά και το φυσικό τοπίο. Από το θέμα του Προκόπη Γιόγιακα καταλαβαίνω ότι, όπως όλα για κάποιο λόγο γίνονται, έτσι και όλα για κάποιο λόγο φυτρώνουν εκεί που φυτρώνουν.
Για την ελληνική περιφέρεια το πλατάνι έχει μια ιδιαίτερη σημειολογία. Στα χωριά μας σηματοδοτεί κάτι σαν την Εκκλησία του Δήμου και την Αγορά συγχρόνως. Ορίζει την έννοια του «κεντρικού», όπως τα ιερά των ναών ορίζουν την Ανατολή. Και σε κάποιες περιπτώσεις είναι μάρτυρες Ιστορίας πολλών αιώνων. Στην Κρήτη υπάρχει ένας πλάτανος που από την περίμετρο του κορμού του (24 μέτρα) υπολογίζουν ότι είναι 2.400 ετών. Αν υπάρχει κάτι ανάλογο και στην Αττική, θα έχει «παρακολουθήσει» τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Πιθανότατα και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.