Η ενδεχόμενη αποχώρηση του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου από την Κυβέρνηση έχει θέσει το ζήτημα της παραμονής της Κυβέρνησης στην εξουσία. Το συνταγματικό πλαίσιο είναι αρκετά σαφές. Μία κυβέρνηση που έχει λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της μόνο εάν παραιτηθεί ή εάν η Βουλή άρει την εμπιστοσύνη. Η άρση της εμπιστοσύνης γίνεται μόνο με ήττα σε πρόταση εμπιστοσύνης που η ίδια η Κυβέρνηση υποβάλλει ή σε πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης. Για να γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας χρειάζεται να υπερψηφιστεί από 151 βουλευτές (δηλ. 151 Ναι στη δυσπιστία). Για να γίνει δεκτή πρόταση εμπιστοσύνης, πρακτικά μιλώντας, αρκεί οι θετικές ψήφοι (τα Ναι υπέρ της εμπιστοσύνης) να ξεπερνούν τις αρνητικές ψήφους μαζί με τα «παρών».
Από αυτά προκύπτει ότι μία Κυβέρνηση φοβάται λιγότερο την πρόταση δυσπιστίας, ιδίως εάν ορισμένο κόμμα απόσχει από την ψηφοφορία. Μάλιστα, εάν υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και αυτή απορριφθεί, για έξι μήνες δεν μπορεί να ασκηθεί νέα. Φτάνουμε δηλαδή στο καλοκαίρι.
Η Κυβέρνηση δεν έχει συνταγματική υποχρέωση να υποβάλει η ίδια πρόταση εμπιστοσύνης. Από την άλλη πλευρά, εάν ο κυβερνητικός εταίρος που αποχωρεί δηλώσει δημόσια ότι αίρει πολιτικά την εμπιστοσύνη προς την Κυβέρνηση και ότι δεν διατηρεί στάση ανοχής, τότε – διερμηνεύοντας τις δημόσιες τοποθετήσεις – αντιλαμβανόμαστε ότι, εάν η αντιπολίτευση απραγήσει, η Κυβέρνηση θα ζητήσει η ίδια ψήφο εμπιστοσύνης. Τότε υπάρχουν τρία ενδεχόμενα. Να χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε και αποχωρεί. Να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης με 151 τουλάχιστον βουλευτές. Να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης με λιγότερους από 151 βουλευτές (έστω π.χ. 148 Ναι, 147 Οχι και οι υπόλοιποι απόντες). Η τρίτη περίπτωση είναι πολιτικά η δυσχερέστερη. Διερμηνεύοντας πάλι τις δημόσιες τοποθετήσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι η Κυβέρνηση θα συνεχίσει να ασκεί τις αρμοδιότητές της για ορισμένο χρόνο και στη συνέχεια θα ζητήσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες (παραιτούμενη ή επικαλούμενη κρίσιμο εθνικό θέμα).
Τα ζητήματα που θα ανακύψουν σε αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο είναι δύο. Και τα δύο οφείλονται στο γεγονός ότι οι ιστορικές παραστάσεις στη μεταπολεμική Ελλάδα και οι θεσμικές προσδοκίες αναφέρονται σε ισχυρές Κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Το πρώτο πρόβλημα είναι πρακτικό. Στη χώρα μας, η εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να πράξει τίποτε δίχως ρητή πρόβλεψη νόμου. Καθημερινά οι Υπουργοί αισθάνονται την ανάγκη να ζητήσουν νομοθετικές ρυθμίσεις για κάθε λογής ζήτημα. Εάν επομένως δεν υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τα καθημερινά, θα υπάρχουν καθημερινά τριβές και δυσκολίες. Δεύτερον, ως Κυβέρνηση μειοψηφίας, θα έχει να διαχειριστεί πολιτικά το ζήτημα της νομιμοποίησης. Δεν πρόκειται για κάτι απλό, ακόμη κι αν η κοινοβουλευτική έμφαση δοθεί σε θεσμικά ζητήματα όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος ή σε δημοφιλή μέτρα. Η ευρωπαϊκή εμπειρία ενσωματώνει κυβερνήσεις μειοψηφίας στην κοινοβουλευτική της παράδοση υπό όρους: πρώτον, πολιτικής συναίνεσης και, δεύτερον, διαφανούς πολιτικής στήριξης ή ανοχής. Μπορούν να διαμορφωθούν τέτοιοι όροι για τους προσεχείς μήνες στη χώρα μας;