Γιώργος Λάνθιµος

σκηνοθέτης

Ο διεθνής Ελληνας

Ακόμη και όταν δεν γυρίζει ταινίες στην «Ελλάδα της κρίσης», την εικονογραφεί με έναν τρόπο έμμεσο, «λοξό» και υπαινικτικό. Ακόμη και αν δεν επιλέγει την πατρίδα του ως φυσικό ντεκόρ των δημιουργιών του, ασκεί ευρύτερη επιρροή στην εικονογράφηση του σύγχρονου κινηματογράφου. Οχι με την έννοια ότι η γενιά του δημιουργεί ταινίες «λανθιμικές». Αλλά με την έννοια ότι επιλέγει την εξωστρέφεια, τον διάλογο μεταξύ παραδοσιακών τεχνικών και μοντέρνας αφήγησης. Αν ο Λάνθιμος επηρεάζει τη γλώσσα και το ύφος της νεότερης γενιάς κινηματογραφιστών είναι επειδή ο ίδιος παίρνει υπόψη του τις ανάγκες που θέλουν να εικονογραφήσουν όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά.

Χρήστος Κωνσταντακόπουλος

παραγωγός

Success story

«Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου. «Γυναίκες που περάσατε από δω» του Σταύρου Τσιώλη. «Miss violence» και «Love me not» του Αλέξανδρου Αβρανά. «Attenberg» και «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. «Knight of cups» του Τέρενς Μάλικ. «Πριν τα μεσάνυχτα» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Ο συνδετικός κρίκος για ορισμένες από τις πλέον προβεβλημένες και πετυχημένες ταινίες είναι η Faliro House Production, δηλαδή η εταιρεία του Μεσσήνιου Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, ο οποίος «πρωταγωνιστεί» στην κινηματογραφική παραγωγή επιλέγοντας έναν δρόμο διακριτό από τα αδέλφια του Αχιλλέα (Costa Navarino) και Κωνσταντίνο (Costamare). Στο πρόσωπο του 45χρονου επιχειρηματία η «άλλη Ελλάδα» της εξωστρέφειας μπορεί ακόμη να αναγνωρίζει τον εαυτό της.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης

σκηνοθέτης – ηθοποιός

Μεταξύ δύο κόσμων

Αν κάποιος του έβαζε το δίλημμα «σκηνοθεσία ή υποκριτική» κι έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξει, τότε η επόμενη μέρα θα τον έβρισκε κάτω από τη σκηνή επειδή τον γοητεύει η δυνατότητα να φτιάξει ένα πλήρες σύμπαν και να μιλήσει για τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο. Αν πάλι έπρεπε να τραβήξει διαχωριστικές γραμμές για το «μαζικό», το «εμπορικό» και το «ποιοτικό» θέαμα, μάλλον θα αρνιόταν. Τα τελευταία χρόνια ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης παντρεύει τις δύο ιδιότητές του και τα είδη θεάτρου, δείχνοντας μάλιστα έναν δρόμο για αντίστοιχους πειραματισμούς σε συναδέλφους του (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Αιμίλιος Χειλάκης κ.ά). Από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα ηθοποιών που στράφηκαν στη σκηνοθεσία και τα κατάφεραν, ο ίδιος εκτίθεται συνεχώς – με επιτυχία – στην εξέλιξη των ορίων του. Στη φετινή θεατρική σεζόν συμμετέχει σε τρεις παραγωγές. Είναι ο ιθύνων νους για τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ που έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Χορν, τον «Φεγγίτη» του Ντέιβιντ Χέιρ που κλείνει τον κύκλο του στις 27 Ιανουαρίου στο θέατρο Εμπορικόν και τον «Φάρο» του Κόνορ ΜακΦέρσον που επέστρεψε για δεύτερη χρονιά λόγω επιτυχίας στο Θέατρο Αθηνών. Στη συγκεκριμένη παραγωγή, ο Μαρκουλάκης πρωταγωνιστεί ερμηνεύοντας έναν τυφλό ήρωα που επιδιώκει να συμφιλιωθεί με τον αδελφό, αλλά κυρίως το παρελθόν του.

Τηλέµαχος Ανδριανόπουλος

αρχιτέκτονας

Η δύναμη του μέτρου

Επένδυση σε χρόνο μελέτης και όχι σε πολυτελή υλικά. Η αρχιτεκτονική του γραφείου TAN δείχνει – αλλά δεν είναι – κοστοβόρος. «Η σημασία της συντομογραφίας ΤΑΝ, ρίζας του αρχαίου ρήματος ταν-ύω (τείνω) παραδίδεται άνευ όρων στον Καμί: “Η απουσία μέτρου είναι μια άνεση, κάποιες φορές και καριέρα. Το μέτρο αντίθετα είναι καθαρή ένταση”» αναφέρει ο αρχιτέκτονας Τηλέμαχος Ανδριανόπουλος προκειμένου να συστηθεί στο κοινό.

Ο δημιουργός από το 2004 του γραφείου Τεταμένης Αρχιτεκτονικής Νημίωσης (στα αγγλικά Tense Architecture Network) ειδικεύεται στην κατασκευή ιδιωτικών κατοικιών και έχει συμμετάσχει στην Biennale αρχιτεκτονικής της Βενετίας (2012 και 2014). Tο έργο Κατοικία στο Συκάμινο προτάθηκε για το ευρωπαϊκό βραβείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής Mies van der Rohe και συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα (2013), ενώ οι Κατοικίες στα Μέγαρα και στο Ηράκλειο προτάθηκαν για το ίδιο βραβείο επίσης (2015, 2017). Το ανεπίχριστο σκυρόδεμα, οι καθαρές κατόψεις, η προσήλωση στην αυστηρή γεωμετρία και στην ένταση της δυναμικής φυσικού τοπίου και κτιστού περιβάλλοντος συνθέτουν την υπογραφή ΤΑΝ. Ξεχωριστά όμως είναι και τα βίντεο των διαλέξεων και δημόσιων ομιλιών του για αρχιτεκτονικά ζητήματα. Ή όταν η κριτική ματιά του αναφέρεται σε σύγχρονα ζητήματα αρχιτεκτονικής μέσα από ένα παιχνίδι ζεύξης αντίθετων εννοιών.

Imam Baildi

μουσικοί

Ο νέος ήχος

Το 2005 στον αδηφάγο ραδιοφωνικό αέρα ο οποίος αναζητά συνεχώς ανανέωση άρχισε να ακούγεται ένας ήχος που πάντρευε το παλιό με το καινούργιο. Ενα  ρεμπέτικο του 1936 (στίχοι- μουσική Στέλιος Κερομύτης), το «Ντυμένη σαν αρχόντισα» με την φωνή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, το τανγκό του 1930 «Η ζωή μας είναι λίγη» από την Σοφία Βέμπο και το «Δεν θέλω πια να ξαναρθείς» με την υπογραφή του Μανώλη Χιώτη και την ερμηνεία της Μαίρης Λίντα διασκέδαζαν εκτός από τους φανατικούς των ερτζιανών και τους 20άρηδες των κλαμπ.

Τo συγκρότημα των Imam Baildi έδωσε νέα πνοή σε κομμάτια του παρελθόντος, έχοντας όχημα το  remix με βάση samples – ηχητικά αποσπάσματα από την πρωτότυπη ηχογράφηση των τραγουδιών . Ηταν αυτό που είχε ανάγκη η μουσική βιομηχανία; Ηταν το δοκιμασμένο στοίχημα του φρέσκου ήχου σε αιώνια τραγούδια που πρέπει να περάσουν σε νέες γενειές; Μια μόδα που έβρισκε χώρο σε ένα κορεσμένο πεδίο; Καμιά απάντηση δεν αποτυπώνει ίσως την πραγματική αξία του νέου είδους που προέκυψε είτε ως «greek lounge» είτε ως «easy listening με αξιώσεις.

Υστερα πάντως από τους πετυχημένους πειραματισμούς των αδελφών Φαληρέα -Λύσσανδρου και Ορέστη- αναδύθηκαν και άλλοι πειραματισμοί ομότεχνών τους. Και το καινούριο στοίχημα που προέκυψε αφορά πλέον τη διαφορά μεταξύ ρεμίξ και διασκευής.