Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

Αλέξανδρος Χαρκιολάκης,

μουσικολόγος, διευθυντής του Συλλόγου

Οι Φίλοι της Μουσικής

«Κομμάτι της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς»

Από τώρα κανείς θα μπορούσε να κάνει την πρόβλεψη ότι το 2019 θα είναι το έτος – ορόσημο για τον Νίκο Σκαλκώτα και τη μουσική του. Συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του, ο οποίος επήλθε σε μία εξαιρετικά ανθηρή, συνθετικά, περίοδο και ενώ η Ελλάδα έβγαινε από το σκοτεινό τούνελ της δεκαετίας του 1940. Η σκαλκωτική ιδιοφυΐα όμως δεν αναγνωρίστηκε παρά ελάχιστα όσο ο συνθέτης ήταν εν ζωή, ενώ άργησε χαρακτηριστικά να αποτελέσει μέρος του όποιου «μουσικού κανόνα» (κατ’ αντιστοιχία με τον «λογοτεχνικό κανόνα») που αφορά τη μουσική του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σήμερα όμως; Σήμερα ο Σκαλκώτας αποτελεί μία, τουλάχιστον, αναγνωρίσιμη οντότητα στον μουσικό κόσμο, τόσο αναγνωρίσιμη μάλιστα ώστε να συμπεριλαμβάνει έργα του στον κύκλο συναυλιών του οποίου έχει την καλλιτεχνική ευθύνη ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ στο Βερολίνο. Ενας συνθέτης που δοκίμασε τις δυνάμεις του σε δύο διαφορετικά στυλ σύνθεσης και τα έργα του αποτελούν διακριτό κεφάλαιο στη μουσική του 20ού αιώνα όπως αποδεικνύεται.

Παρότι όμως ο φιλόμουσος θα έρθει ακόμη πιο κοντά και θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει το έργο του συνθέτη τους επόμενους μήνες, υπάρχουν και κάποιοι που έχουν ήδη «ακούσει» αυτά τα έργα που θα απολαύσουν οι πολλοί, και μάλιστα το έχουν κάνει με τα μάτια τους. Είναι όλοι αυτοί οι ερευνητές που έχουν ασχοληθεί επισταμένα με το έργο του Σκαλκώτα επί δεκαετίες και έχουν αγγίξει τα χειρόγραφα του Αρχείου του ή έχουν μελετήσει εκείνα τα λίγα έργα που έχουν εκδοθεί – συχνά με δεκάδες λάθη – κατά καιρούς. Η συναυλία και η ζωντανή εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης είναι σίγουρα κορυφαία στιγμή για το έργο ενός συνθέτη. Η παράδοση ενός έργου στην αιωνιότητα μέσω μιας ηχογράφησης είναι επίσης ένα σοβαρό ορόσημο και θεμέλιο της υστεροφημίας ενός δημιουργού. Ομως, η στιγμή εκείνη που ανοίγεις τα κουτιά από το Αρχείο ενός συνθέτη και κρατάς στα χέρια σου τη χειρόγραφη παρτιτούρα ενός έργου όπως είναι «Η Θάλασσα» ή η «Κλασική Συμφωνία» ή τη χειρόγραφη επιστολή του προς τον Walter Goehr καθώς και την απάντηση του διάσημου μαέστρου και συνθέτη, είναι μερικές από τις κορυφαίες στιγμές για όποιον συναισθάνεται το μεγαλείο ενός συνθέτη. Ετσι αισθανθήκαμε κι εμείς στον Σύλλογο Οι Φίλοι της Μουσικής όταν υποδεχθήκαμε το Αρχείο του Νίκου Σκαλκώτα στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη το οποίο μάς παραχωρήθηκε από το Ιδρυμα Χουρμουζίου – Παπαϊωάννου.

Ταυτόχρονα, συναισθανθήκαμε και το μεγάλο βάρος της ευθύνης που μας αναλογεί καθώς δεν είναι αναγκαίο μονάχα να διαφυλάξουμε το Αρχείο αλλά και να το αναδείξουμε με όλους τους πιθανούς τρόπους. Αυτούς τους τρόπους λοιπόν οραματιζόμαστε και θα υλοποιήσουμε μέσα στο 2019 με τους συνοδοιπόρους μας, τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Ενωση Ελλήνων Μουσουργών, δηλαδή τους οργανισμούς που εδρεύουν στην εμβληματική οντότητα που ονομάζεται Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στόχος μας είναι να εμπνεύσουμε κι άλλους που θέλουν να αποτελέσουν μέρος αυτής της προσπάθειας: ιδρύματα στο εξωτερικό και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, άλλους πολιτιστικούς φορείς που εδρεύουν στην Αθήνα και μοιράζονται το δέος αλλά και το μεράκι μας για αυτό τον μεγαλοφυή δημιουργό.

Το αρχειακό υλικό αποτελεί την πρώτη ύλη, το καύσιμο εκείνο που θα απογειώσει και θα αναδείξει τον δημιουργικό οίστρο του κάθε μαέστρου και σολίστα. Οσοι από εμάς τυχαίνει να εντρυφούν σε αρχειακές συλλογές εφημερίδων και περιοδικών έρχονται συχνά – πυκνά αντιμέτωποι με ονόματα μουσικών που είναι πλέον ξεχασμένοι. Διαβάζει κανείς διθυράμβους για την τελευταία σύνθεση του τάδε ή του δείνα και το όνομα θυμίζει κάτι μονάχα στους πολύ ειδικούς. Μία από τις πιθανές αιτίες γι’ αυτή την έλλειψη αναφοράς στις μέρες μας για ένα έργο τέχνης που μερικές δεκαετίες πριν κάποιοι αποθέωναν είναι και η απουσία ή η περιορισμένη πρόσβαση στο αρχειακό υλικό του δημιουργού. Τόσο σημαντικό λοιπόν είναι αυτό το υλικό, τόσο που η απουσία του μπορεί να καταδικάσει έναν συνθέτη στη λήθη ή στην περιορισμένη αναγνώριση μονάχα ανάμεσα στους κύκλους των connoisseurs. Η τέχνη όμως, και μάλιστα του μεγέθους της τέχνης του Νίκου Σκαλκώτα, δεν είναι φτιαγμένη για να την ξέρουν λίγοι αλλά είναι φτιαγμένη για να εντρυφήσουν πολλοί και όχι μόνο εδώ στην πατρίδα του που του επεφύλαξε μια χλιαρή υποδοχή όταν γύρναγε από το Βερολίνο τη δεκαετία του ’30 και το μόνο που κατάφερε να του διασφαλίσει ήταν μία θέση στο τμήμα των βιολιών στις ορχήστρες της εποχής.

Η τέχνη του πρέπει να ξεφύγει από τα στενά σύνορα μιας χώρας και να αποτελέσει κομμάτι της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως ακριβώς το είπε και προ μερικών μηνών ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για να ανακοινώσει το πρόγραμμα εκδηλώσεων με θέμα την Ελλάδα στο Βερολίνο.

Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω μιαν ευχή: εφόσον το 2019 θα είναι μία χρονιά γεμάτη Σκαλκώτα, το ίδιο ελπίζω να είναι και το 2020 και τα επόμενα χρόνια. Δεν θα υπάρχει πλέον η δικαιολογία των πνευματικών δικαιωμάτων που καμιά φορά προβάλλει ως μέγιστο εμπόδιο για να ακουστεί το έργο διαφόρων. Επίσης, όπως έγινε κατανοητό, το αρχείο και συνολικά το έργο του συνθέτη θα είναι εύκολα προσβάσιμο και αξιοποιήσιμο. Αν λοιπόν το 2019 είναι ένα έτος φόρος τιμής, ας κάνουμε το 2020 ένα έτος γιορτής για τη μουσική αυτού του μεγάλου συνθέτη.

Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ

Βύρων Φιδετζής,

διευθυντής ορχήστρας

«Υπήρξε αποσιώπηση ή υποβάθμιση των έργων του»

Το 1972 ένας ξένος συμφοιτητής μου, στη Βιέννη, πληροφορηθείς την ύπαρξη του συγγράμματος περί ενορχηστρώσεως του Ν. Σκαλκώτα από το βιβλίο των εκδόσεων Penguin για τη μουσική του 20ού αιώνα (κεφάλαιο περί Σκαλκώτα από τον Γιάννη Παπαϊωάννου), με μακάριζε γιατί εγώ μπόρεσα και το διάβασα, αφού θεωρούσε ότι, γραμμένο προφανώς στα ελληνικά, ήταν σε εμάς κοινός τόπος. Εκπληκτος μάθαινε ότι, 23 χρόνια μετά τον θάνατο του Σκαλκώτα, το σύγγραμμα παρέμενε ανέκδοτο. Σήμερα (2019), 47 χρόνια μετά το περιστατικό και 70 από την εκδημία του συνθέτη, η ενορχήστρωση παραμένει ακόμα ανέκδοτη. Η σχετικά ασήμαντη αυτή ιστορία, χαρακτηριστική ωστόσο για τη φήμη-θρύλο του Σκαλκώτα, δείχνει κάπως το πού βρέθηκε η γενιά μου σε σχέση με τον σπουδαίο αυτόν δημιουργό όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται, βιωματικά πλέον, τα του κόσμου και τα της μουσικής: Μαθαίναμε ένα διάσημο όνομα, δίχως ουσιαστική γνώση των πνευματικών αναζητήσεών του και, κυρίως, του δημιουργικού του έργου. Λέγω ουσιαστική, γιατί μερική γνώση υπήρξε, αλλά ήταν εξαιρετικά αποσπασματική και προπαντός αυθαίρετα μονοδιάστατη.

Ενδεικτικό συνεπακόλουθο της αντίληψης και πρακτικής του «κύκλου» των ανθρώπων που ανέλαβαν να διαχειριστούν την τύχη του έργου του Σκαλκώτα μετά τον θάνατο του συνθέτη είναι η περίπτωση της Εθνικής μας Οπερας, που χορογραφούσε επί χρόνια ατονικά έργα του μουσικής δωματίου – ακόμα και στο Ηρώδειο – αλλά ουδέποτε ανέβασε τα μεγάλα τονικά χοροδράματά του. Με αφετηρία τις επικρατούσες αντιλήψεις του «κύκλου» περί μουσικής πρωτοπορίας, προβλήθηκαν κυρίως τα ατονικά έργα της συνθετικής παραγωγής του Σκαλκώτα και αγνοήθηκαν τα τονικά, παρότι σε αυτά τα τελευταία περιλαμβάνονταν τα μεγάλα του χοροδράματα και ό,τι πιο πολύτιμο για έναν συνθέτη με κεντροευρωπαϊκή μουσική παιδεία: η Μικρή Συμφωνία σε Σι ύφεση μείζονα και η Κλασική Συμφωνία. Τα δύο δηλαδή μοναδικά έργα της ωριμότητάς του στην πανευρωπαϊκά καθαγιασμένη συμφωνική μορφή!

Να προσθέσω και κάτι για το έργο που του χάρισε την αιωνιότητα, τους «36 Ελληνικούς Χορούς». Τεμαχίστηκαν ανελέητα και ανεξήγητα για να εκδοθούν αποσπασματικά, με «βελτιωτικές» παρεμβάσεις του Rudi Goehr στην ενορχήστρωση, με συνέπεια να καταλήξουν στη συνείδηση μουσικών και κοινού συγκυριακό «συμπλήρωμα» συναυλιών πάσης μορφής, είτε εντός είτε εκτός προγράμματος, εξαντλώντας συχνά το «φιλελληνικό» πνεύμα μαέστρων και ορχηστρών.

Επρεπε να περάσουν κοντά 50 χρόνια από τον θάνατο του συνθέτη για να παρουσιαστούν δημόσια ως ενιαίο έργο, όπως το συνέλαβε ο δημιουργός του. Η περί τον Σκαλκώτα μυθοπλασία στηρίχτηκε κατ’ αρχάς στο ευσυγκίνητο νεοελληνικό θυμικό, υπογραμμίζοντας και υπερτονίζοντας το αντικειμενικά τραγικό: τον πρόωρο θάνατό του. Κατόπιν αποδόθηκε ο ρόλος του «κακού» στον Μανώλη Καλομοίρη, ο οποίος, μια γενιά πίσω, μεγαλωμένος και ζυμωμένος με την αισθητική του ύστερου γερμανικού ρομαντισμού και της εθνικής ρωσικής σχολής, με ιδανικά του τη Μεγάλη Ιδέα, τον Δημοτικισμό και τη διαμόρφωση εθνικής μουσικής γλώσσας, και όντας επί χρόνια επικεφαλής ή μέλος θεσμών, δημοσίων και ιδιωτικών, εμφανίστηκε συχνά ως «καταφερτζής», «βολεμένος», ο εν ολίγοις «κατεστημένος», έναντι του «παραγκωνισμένου», «καταδιωκόμενου», του εν τέλει «μη κατεστημένου» Σκαλκώτα. Στο δίτομο περί Σκαλκώτα πόνημά του ο Γ. Παπαϊωάννου, προσπαθώντας να πείσει για τον «πόλεμο» του Καλομοίρη στον Σκαλκώτα, αναφέρει ένα μοναδικό περιστατικό έξω από το θέατρο της Οπερας, όπου ο πρώτος δεν χαιρέτησε τον δεύτερο. Και στην περιγραφή αυτού του συμβάντος στηρίχτηκε η άποψη περί διωγμού και παραγκωνισμού. Από διηγήσεις του πατέρα μου, που υπήρξε προσωπικός φίλος του συνθέτη, γνωρίζω ότι το παράπονο και η στενοχώρια του Σκαλκώτα ήταν όντως ο παραγκωνισμός του, αλλά ως βιολιστή στα πίσω αναλόγια της ορχήστρας, όπως ο ίδιος επανειλημμένως του είχε διεκτραγωδήσει.

Για την αντιμετώπισή του ως συνθέτη, τα αρχεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών μας δίνουν μια διαφορετική εικόνα σε σχέση με το γνωστό στερεότυπο. Από τους μουσουργούς της γενιάς του (Θεόδωρο Καρυωτάκη, Γιάννη Κωνσταντινίδη, Σόλωνα Μιχαηλίδη, Λεωνίδα Ζώρα, Γιώργο Καζάσογλου, Αλέκο Ξένο, Γεώργιο Πλάτωνα, Γεώργιο Γεωργιάδη, Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη, Αντίοχο Ευαγγελάτο κ.ά.) μόνον ο Ευαγγελάτος μετρά ως το 1949 ελάχιστα περισσότερες εκτελέσεις έργων του από εκείνες του Σκαλκώτα.

Επιθυμώ να τονίσω εδώ ότι δεν μιλώ ως απολογητής του Καλομοίρη, αλλά ως μουσικός που προσπαθεί να καταλάβει και να εξηγήσει γιατί η πρόσληψη του σκαλκωτικού έργου πήρε αυτόν τον δρόμο. Φυσικά υπήρχαν μεταξύ των συνθετών διαφορετικές απόψεις, τάσεις καθώς και εύλογες αισθητικές αντιθέσεις. Αυτό πάντα συνέβαινε και είναι απολύτως υγιές. Ομως άλλο αυτό και άλλο πόλεμος, κανιβαλισμός και εξόντωση. Και, βέβαια, άλλο πράγμα η παρουσίαση έργων και άλλο η συνειδητή αποσιώπηση ή υποβάθμισή τους με συνέπεια την αλλοίωση της εικόνας ως προς τη συνολική δημιουργία του Νίκου Σκαλκώτα.

Βεβαίως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον προαναφερθέντα «κύκλο» τη δημιουργία του αρχείου, την έκδοση και παρουσίαση κάποιων έργων, την ευρύτερη διάδοση του ονόματος «Σκαλκώτας» διεθνώς. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε ότι η προβολή του Σκαλκώτα με τον τρόπο που έγινε είχε, κατά τη γνώμη μου, ολέθριες συνέπειες τόσο στις συνθετικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1950 όσο και στον αδύναμο κλάδο των εγχώριων μουσικοθεωρητικών σπουδών. Παρεμπιπτόντως, τα κείμενα του Σκαλκώτα για τη μουσική, όπου μεταξύ άλλων εκθειάζεται και ο Καλομοίρης, παραμένουν εισέτι ανέκδοτα. Και κλείνω προσώρας με συμπληρωματικά ερωτήματα προς ιστορικούς: Πώς επελέγησαν και παίχτηκαν Χοροί του Σκαλκώτα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, ή πώς άραγε το μοναδικό έργο που εκδόθηκε ζώντος του μη γαλλοσπουδαγμένου συνθέτη ήταν οι 4 πρώτοι κατά σειράν Χοροί του, που τυπώθηκαν από το Γαλλικό Ινστιτούτο;

«ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΘΕΝΤΑ» ΕΡΓΑ. Τα προσφάτως ανευρεθέντα δύο πρώιμα έργα του συνθέτη – κονσέρτο για βιολί, πιάνο και ορχήστρα και σουίτα για βιολί και μικρή ορχήστρα – ανακαλύφθηκαν στην Αμερική από τον μουσικολόγο Γ. Τσελίκα και «επαναπατρίστηκαν» χάρη στον Σύλλογο Φίλων της Μουσικής και τη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ενορχηστρώθηκαν από τον Γ. Σαμπροβαλάκη, καθότι βρέθηκαν μόνο σε μορφή σπαρτίτο, και συμπεριλαμβάνονται στο υπό έκδοση νέο cd της μεγάλης σουηδικής δισκογραφικής εταιρείας BIS στον κύκλο με τα Απαντα του Νίκου Σκαλκώτα. Το cd περιέχει ακόμη τη Μικρή Συμφωνία σε Σι ύφεση μείζονα, 9 Ελληνικούς Χορούς για το Λύκειο των Ελληνίδων, δύο μικρά εμβατήρια, και την ενορχηστρωμένη συνοδεία που έγραψε ο Σκαλκώτας για το ριζίτικο «Ψυχομαχάει ο Διγενής», πάνω στην ηχογραφημένη φωνή του Βενιζέλου. Η ανακάλυψη των δύο προαναφερθέντων έργων καταδεικνύει πόσο απαραίτητη παραμένει η περαιτέρω έρευνα. Ως κύριο στόχο της θεωρώ την ανεύρεση χαμένων έργων όπως το 2ο κουαρτέτο εγχόρδων, το κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα, καθώς και τη σονάτα και τη σουίτα (;)* για βιολοντσέλο και πιάνο. Εξίσου σημαντικός στόχος πιστεύω πως πρέπει να είναι η κριτική έκδοση της ενορχηστρώσεως και όλων των κειμένων του. Ετσι μόνο θα δημοσιοποιηθούν, έστω και μετά από 70 τόσα χρόνια, οι πρωτότυπες σκέψεις, οι απόψεις και οι αισθητικές του αποτιμήσεις.

Παράλληλος και εξίσου σημαντικός στόχος παραμένει για τους μουσικούς της πράξης η, πέραν εποχικών ιδεοληψιών και παρωχημένων αισθητικών εμμονών, ευρύτερη δυνατή παρουσίαση και ερμηνεία του συνόλου της σκαλκωτικής δημιουργίας. Μόνον έτσι θα προκύψει διαχρονικά ολοκληρωμένη πρόσληψη, αποτίμηση, ανάδειξη και, εν τέλει, ουσιαστική καθιέρωσή της. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί η τεράστια συμβολή της σπουδαίας σουηδικής εταιρείας ΒΙS που προσφέρει σταδιακά στην παγκόσμια κοινωνία των μουσικών και στο κοινό το Εργο του Νίκου Σκαλκώτα στην ολότητά του.

Σχετικά με τη Μικρή Συμφωνία ή Συμφωνιέτα σε Σι ύφεση μείζονα, η δική μου ερευνητική και ερμηνευτική ιστορία ξεκίνησε περί το 1983/4, όταν ο επικεφαλής του αρχείου Σκαλκώτα Γιάννης Παπαϊωάννου μου έδωσε αρχικά μια αχνή φωτοτυπία της με μολύβι χειρόγραφης παρτιτούρας και, ύστερα από πολύμηνες συζητήσεις και αναζητήσεις, το από τον ίδιο τον Σκαλκώτα γραμμένο υλικό της ορχήστρας, πάλι σε φωτοτυπία. Λάθη σε αμφότερα διορθώθηκαν μετά από πολύμοχθη εργασία, δική μου και της γυναίκας μου, επί μακρό διάστημα μέχρι την πρώτη εκτέλεση (ηχογράφηση) του έργου από την Ορχήστρα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στις 21/11/1985 και 13-21/3/1986. Ακολούθησαν η α’ δημόσια παρουσίαση της Μικρής Συμφωνίας από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 8/10/05 και οι δύο εκτελέσεις της από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών στις 7/6/17 στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και στις 14/9/17 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Η α’ παγκόσμια δισκογράφησή της πραγματοποιήθηκε από τη ΦΟΑ για την εταιρεία ΒΙS, το 3ο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 2017 στην αίθουσα Αρτεμις των Εκπαιδευτηρίων Μαλιάρα στον Αλιμο. Στο διπλό κονσέρτο και τη σουίτα, οι σολίστ του cd είναι εκείνοι της πρόσφατης αναβίωσής τους: ο Γιώργος Δεμερτζής στο βιολί και ο Βασίλης Βαρβαρέσος στο πιάνο.

– Είναι αμφίβολο, σύμφωνα με τον Γ. Παπαϊωάννου, αν υπήρξαν δύο διαφορετικά έργα, δηλαδή μία σονάτα και μία σουίτα. Ωστόσο μέχρι την οριστική κατάληξη της έρευνας ως προς την ύπαρξή τους, θεωρώ ορθό να αναφέρονται και τα δύο. Ως προς το κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα παραθέτω την προσωπική μαρτυρία του δασκάλου μου Σόλωνος Μιχαηλίδη. Μου ανέφερε ότι είχε δει την παρτιτούρα του έργου στο σπίτι του Σκαλκώτα, όταν τον επισκέφτηκε προπολεμικά για να του ζητήσει κάποια παραδείγματα από έργα του. Ο Μιχαηλίδης σκόπευε να τα συμπεριλάβει στο βιβλίο του για την αρμονία της σύγχρονής μουσικής.

Η ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ

Νικολαΐα Κρασάκη

«Ευφυής συνδυασμός τεχνικών και βιωμάτων»

Ενας μουσικός που ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία στην Ελλάδα σε μια ταραγμένη περίοδο της Ιστορίας και κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αξιομνημόνευτο έργο, με τεχνική αρτιότητα και καλαισθησία, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί έμπνευση για τις νεότερες γενιές. Το συνθετικό έργο του Σκαλκώτα αποτελεί για τους νέους συνθέτες αντικείμενο μελέτης και σημείο αναφοράς. Είναι βέβαιο ότι στην Ελλάδα του 2019 όλο και περισσότεροι μουσικοί γεμίζουν τις αίθουσες συναυλιών όταν παίζεται κάποιο έργο του. Είναι επίσης βέβαιο ότι όλο και περισσότερα σύνολα μουσικών ενδιαφέρονται να τον συμπεριλάβουν στο ρεπερτόριό τους, αποδίδοντάς του τη σημασία που του αρμόζει. Ακόμη και άνθρωποι που δεν είναι μουσικοί αναγνωρίζουν πλέον πως ο Σκαλκώτας έχει περάσει στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών. Το έργο του είναι γνωστό και αποσπά πάντα θετικά σχόλια από τους σύγχρονους ακροατές, ακόμα και στην πρώτη ακρόαση.

Ο Σκαλκώτας επηρέασε έντονα όχι μόνο με το έργο του αλλά και με την προσωπικότητά του. Δεν γοητεύτηκε από τα πολλά χρήματα που έβγαζε παίζοντας σε ορχήστρες στην Αθήνα και στον Βόλο, προτού φύγει για σπουδές στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1921, πιέζοντας διαρκώς τη διεύθυνση του Ωδείου Αθηνών να του δώσει τα χρήματα της υποτροφίας του που είχαν καθυστερήσει και έτσι να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Σε επιστολή του προς το Ωδείο Αθηνών την περίοδο της αναμονής του γράφει: «Δεν θέλω ή δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που κολακεύονται στο πάρκο του καφενείου και χάνουνται μες στην ιδέα του χρήματος!.. Που φυσικά στον φτωχό είναι η ίδια του η ζωή!». Τα έργα του είναι ευφυής συνδυασμός από σύγχρονες τεχνικές που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στη μουσική σε όλη την Ευρώπ, και από τη διακριτική παρουσία χαρακτηριστικών από τα ακουστικά βιώματα του ίδιου, όπως για παράδειγμα στους «Πέντε Ελληνικούς Χορούς για Εγχορδα». Μια εποχή όπου μεσουρανούσαν οι συνθέτες της λεγόμενης «Εθνικής σχολής» στην Ελλάδα, ο Σκαλκώτας (όπως και ο Μητρόπουλος) διαφοροποιήθηκε χρησιμοποιώντας στοιχεία από την ελληνική παράδοση, τα οποία επεξεργάστηκε με διαφορετικό τρόπο, κάνοντάς τα έτσι πιο διαχρονικά.

Το τέλος της ζωής του Σκαλκώτα ήταν ζοφερό αλλά διδακτικό για τις επόμενες γενιές. Αναγνωρισμένος στην Ευρώπη, επιστρέφει στην Ελλάδα όπου συναντά ψυχρό κλίμα απέναντί του. Δεν αναδείχτηκε όσο θα έπρεπε και πέθανε το 1949, με το έργο του κατά βάση άγνωστο. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου τις συνθήκες του θανάτου του Σκαλκώτα και να μην παραλείπουμε να θυμίζουμε, σε όσους κατέχουν κρίσιμες θέσεις, τον σημαντικό ρόλο που κατέχει η τέχνη στην εξέλιξη ενός πολιτισμού αλλά και την ανάγκη στήριξης των καλλιτεχνών. Ας προσπαθήσουμε να τιμούμε με κάθε ευκαιρία τους ανθρώπους που προσέφεραν στην τέχνη σε μια χώρα όπου σπανίως αναγνωρίζεται αυτού του είδους η προσφορά.

Η Νικολαΐα Κρασάκη έχει μεταπτυχιακό στη σύνθεση φωνητικής και ενόργανης μουσικής από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο

Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΡΙΑ

Δήμητρα Γαλάνη

«Εφερε την παράδοση στο παρόν»

«Δεν ήταν για μένα κάτι άγνωστο ο Νίκος Σκαλκώτας. Το ένστικτό μου με οδήγησε σ’ αυτόν μουσικά. Ηταν από τους πρώτους που πήρε στοιχεία της παράδοσης και με τη βαθιά γνώση του – κάτι που χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο συνθέτη – τα έφερε στο παρόν του. Τι πιο κανονικό από το να επιστρέψεις εκεί; Ετσι, όταν συνεργάστηκα με τους Τακίμ (σ.σ.: στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, πέρυσι τον Ιανουάριο), οι οποίοι εξελίσσουν την παράδοση με έναν ευγενή και φωτεινό τρόπο, το πιο λογικό ήταν να προσπαθήσουμε να βρούμε ξανά την “πηγή” μέσα από το έργο ενός ανθρώπου που μας έχει κάνει υπερήφανους ως Ελληνες. Το γεγονός ότι δημιουργοί του μεγέθους του Σκαλκώτα σκύψανε στην παράδοση λέει πολλά. Αν δούμε το κλασικό ρεπερτόριο – τη λεγόμενη σοβαρή μουσική –, πάρα πολλοί δημιουργοί από παλιότερες εποχές μέχρι πρόσφατα στρέφονται συνεχώς στη δημοτική μουσική. Είναι μια ανεξάντλητη δεξαμενή. Το σημαντικό δε είναι ότι αυτοί οι δημιουργοί όταν στρέψουν το βλέμμα τους εκεί δεν έχουν αναστολή σε σχέση με αυτό που θα κάνουν. Παίρνουν αυτήν τη μνήμη και την αναδημιουργούν με έναν τρόπο μοναδικό. Μόνον έτσι μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα – δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Οταν δηλαδή ζυμώνεται η δημιουργία του παρελθόντος με το αίσθημα, τη γνώση και την παιδεία νεότερων καλλιτεχνών, οι οποίοι την έχουν μελετήσει και θέλουν να την παρουσιάσουν με το δικό τους αποτύπωμα. Δεν πρέπει να μας φοβίζει κάτι τέτοιο, αν το άγγιγμα περιέχει την καλή πρόθεση, την ευαισθησία και το όραμα».

Η Δήμητρα Γαλάνη έχει συνεργαστεί την τελευταία περίοδο με το Chronos Project (Χρήστος Ραφαηλίδης, Πέτρος Κλαμπάνης, Σπύρος Μάνεσης, Θωμάς Κωνσταντίνου) και τους Τακίμ παρουσιάζοντας παραδοσιακά τραγούδια, αλλά και συνθέσεις των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, Τούντα, Μάντζαρου με τον τρόπο της τζαζ. Ανάμεσα σε αυτές ο «Ηπειρώτικος» και ο «Κλέφτικος» από τους «Δώδεκα ελληνικούς χορούς» του Νίκου Σκαλκώτα.

Ο ΝΕΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Θωμάς Κωνσταντίνου,

ουτίστας

«Τα κλειδιά της μουσικής ταυτότητας»

Μεγαλώνοντας στην Αθήνα του 1980 μέσα στο συνοικιακό ωδείο η επαφή μου με τους έλληνες συνθέτες του 20ού αιώνα υπήρξε προβληματική. Μυρωδιά φθαρμένης τσόχας και υγρασίας και έντονα αρώματα από δογματικές δασκάλες πιάνου, φερμένες από μια αδιευκρίνιστη εποχή, κάπου ανάμεσα στο 1930 και το 1960. Από την άλλη η βιωματική μου σχέση με την παράδοση λόγω του μουσικού πατέρα μου έκανε το χάσμα ακόμα μεγαλύτερο, κάνοντάς με να πιστεύω πως η ελληνική εκδοχή της σύγχρονης μουσικής του εικοστού αιώνα ήταν ένα άπιαστο έως και ανύπαρκτο όνειρο που έσβησε σύντομα και άδοξα δίχως να μπορέσει να βγει έξω από τις σκονισμένες αίθουσες των αθηναϊκών ωδείων στον πραγματικό κόσμο και στο ευρύ ελληνικό ακροατήριο.

Γι’ αυτό μάλλον ευθύνεται πως η ιστορία γράφεται πάντοτε από τους νικητές και στην περίπτωση του Νίκου Σκαλκώτα έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες από τον θάνατό του για να αναγνωριστεί η πραγματική του μουσική και ιστορική αξία πέρα από τα παιχνίδια εξουσίας που τον κράτησαν στο περιθώριο όσο ζούσε και δημιουργούσε. Οταν χρειάστηκε να διασκευάσουμε με τους Τακίμ και τους Chronos Project υπό την καθοδήγηση της Δήμητρας Γαλάνη κάποια έργα του για τις ανάγκες της παράστασής μας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τότε μόνο συνειδητοποίησα τι ακριβώς εκπροσώπησε αυτός ο μεγάλος Ελληνας και αυτό επειδή το είδα στην πράξη. Παίζοντας με ούτι, κανονάκι, κλαρίνο και βιολί κάποια από τα έργα του αισθανθήκαμε όλοι πολύ οικεία, δίχως να μας ξενίσει αυτό που κάναμε, σαν να συναντιόμασταν ξανά με εκείνον τον αγαπημένο μας θείο από τα παλιά που πάντα συμπαθούσαμε αλλά που σπάνια βλέπαμε. Ηταν έντονα συναισθηματικό να διαπιστώνεις ως μουσικός στην πράξη πόσο ο Σκαλκώτας κατάφερε να εντοπίσει τα «κλειδιά» της μουσικής μας ταυτότητας σε μια εποχή που μόνο πολιτικά ορθή δεν ήταν μία τέτοια πράξη και πόσο λειτουργικά κατάφερε να το περάσει στη μουσική του. Αυτό για μένα μαρτυρά πως αγάπησε πραγματικά και σε βάθος την Ελλάδα και την πραγματική της μουσική και το απέδειξε αυτό με την ταπεινότητα και τη μακροθυμία του, στοιχείο βασικό της ελληνικής παράδοσης που πάντοτε υπαγόρευε την «ανωνυμία» για χάρη της αιωνιότητας.