Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ (1944- ) έγινε διάσημος με το μπεστ σέλερ του Διαβάζοντας στη Χάννα (Κριτική, µτφ. Ιάκωβος Κοπερτί, 1998), ένα ξαναδιάβασμα της συλλογικής ενοχής του γερμανικού έθνους, που όταν ανέβηκε στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία «Σφραγισμένα χείλη» του Στίβεν Ντάλντρι, απέφερε μεταξύ άλλων το Οσκαρ στην Κέιτ Γουίνσλετ. Ο Γυρισμός (Κριτική, μτφ. Ιάκωβος Κοπερτί, 2007) είναι ένα ακόμη πιο ενδιαφέρον βιβλίο του πρώην δικαστή Σλινκ. Σε αυτό βάλλεται ευθέως ο σύγχρονος ηθικός σχετικισμός και ο συνάδων μεταμοντερνισμός που, κατά τον συγγραφέα, πιθανότατα συνδέονται απευθείας με τον φασισμό. Η πορεία του γερμανικού έθνους από τη συγκρότησή του σε σύγχρονο κρατικό μόρφωμα στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα μέχρι την εμπλοκή του στους δύο παγκοσμίους πολέμους και το Ολοκαύτωμα είναι η εμμονή του ακόμη και σε ελάσσονα έργα του. Συνιστά και το κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου.
Η πρωταγωνίστρια Ολγα Ρίνκε γεννιέται λοιπόν την ένατη δεκαετία του 19ου αιώνα στο Μπρεσλάου ή Βρότσλαβ, πόλη που άλλαξε πολλές φορές χέρια στη διάρκεια της Ιστορίας (σήμερα ανήκει στην Πολωνία). Ο πατέρας της ήταν Γερμανός, η μητέρα Πολωνέζα, τα χαρακτηριστικά της περισσότερο σλαβικά παρά «άρια», κι αυτό οδηγεί στην αντιπάθεια της γερμανίδας γιαγιάς της που την ανατρέφει με σκληρότητα στην Πομερανία, στον Βορρά της χώρας, μετά τον θάνατο των γονιών της από τυφοειδή πυρετό. Η Ολγα παρατηρεί τα πάντα γύρω της, ρουφάει τις εμπειρίες σαν σφουγγάρι, διαβάζει συστηματικά. Ετσι, καλύπτοντας το ταξικό χάσμα, σχετίζεται με τα δύο παιδιά του πλούσιου γαιοκτήμονα και βιομηχάνου της περιοχής, τη Βικτώρια και ειδικά τον Χέρμπερτ, έναν νεαρό που του αρέσει να τεστάρει τις αντοχές του τρέχοντας διαρκώς, ακόμη και πίσω από τις ατμομηχανές (κάτι σαν Φόρεστ Γκαμπ). Μαζί του αναπτύσσεται μια διά βίου σχέση, συνοδευόμενη από αισθήματα απόλυτης πίστης: από τις βόλτες στο δάσος και την εκμυστήρευση των ονείρων τους, στην από κοινού μετάληψη των μυστηρίων της ζωής και την ολοκλήρωση του έρωτά τους.
Οταν πια ενηλικιώνονται, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Η Ολγα καταφέρνει, παρά τις αντιξοότητες της εποχής και την καχυποψία του κοινωνικού περιγύρου, να σπουδάσει παιδαγωγικά και να διορισθεί δασκάλα, ενώ ο Χέρμπερτ κατατάσσεται στον στρατό και μετατίθεται στην τότε γερμανική αποικία της Νοτιοδυτικής Αφρικής (σημερινή Ναμίμπια), όπου μάλιστα εμπλέκεται στον εξοντωτικό πόλεμο με τους γηγενείς Χερέρο. Επιβιώνει. Μάλιστα η έρημος και οι μεγάλες απλωσιές τού ασκούν ακατανίκητη γοητεία, σε σημείο που και μετά την αποστρατεία του αξιοποιεί την κληρονομιά κάποιας θείας για να συνεχίσει τα εξερευνητικά του ταξίδια στην Αργεντινή, την Καρελία, τη Σιβηρία και αλλού. Συνδέει τη λατρεία της περιπλάνησης με ένα ιδεολογικό αρμό που αφορά το μεγαλείο του γερμανικού έθνους και την ανάγκη επέκτασής του. Η αποικιακή γεωγραφία και τα μυστήρια της φύσης τον γοήτευαν άλλωστε από παιδί. Σε όλο αυτό το διάστημα συναντιούνται τακτικά με την Ολγα που υπομένει στωικά τις αλλοκοτιές του. Αλλά και εκείνος παραμένει πιστός, όπως τουλάχιστον υπονοεί ο αφηγητής. Της προτείνει μάλιστα γάμο, αλλά οι γονείς και κυρίως η κακότροπη αδελφή του Βικτώρια αντιτίθενται σφοδρά σε αυτή την προοπτική. Το ζήτημα μένει σε εκκρεμότητα.
Ζωτικός χώρος
Ωσπου λίγο πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και υπό το ενθουσιώδες πατριωτικό κλίμα της εποχής, ο Χέρμπερτ, που έχει πλέον εξελιχθεί σε διαπρύσιο ρήτορα υπέρ της επέκτασης του ζωτικού χώρου του γερμανικού έθνους ακόμη και σε άγνωστες γαίες, οργανώνει μια αποστολή στην Αρκτική για την εξερεύνηση του περίφημου Βορειοδυτικού Περάσματος – στα χνάρια του Αμούνδσεν και του Σκοτ. Η πάντα υπομονετική και πιστή Ολγα, παρά τις ενστάσεις της, τον βοηθά και σε αυτό το έργο όπου επιτυγχάνεται επιτέλους η πολυπόθητη χρηματοδότηση και ο Χέρμπερτ αποπλέει το καλοκαίρι του 1913.
Θα χαθεί στους πάγους λόγω κακού χρονικού προγραμματισμού. Η εγκυμονούσα Ολγα μάταια θα αναμένει την επιστροφή του. Θα του γράφει υπομονετικά συγκινητικές επιστολές ποστ ρεστάντ στο βορειονορβηγικό λιμάνι του Τρόμσο, έχοντας στο μεταξύ φέρει στον κόσμο τον γιο του Αϊκ – κάτι που ο ίδιος δεν θα πληροφορηθεί ποτέ – και ενώ οι εκατόμβες των νεκρών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μεγαλώνουν. Τις επιστολές αυτές θα διαβάσουμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Η Ολγα θα αναθέσει τυπικά τον Αϊκ σε μια φιλική της οικογένεια – μιας και το παιδί δεν έχει επισήμως πατέρα -, θα τον μεγαλώσει ωστόσο ως θεία του, εμπνέοντάς του νοσταλγία για τα επιτεύγματα του απόντος Χέρμπερτ. Ο Αϊκ με τη σειρά του θα υιοθετήσει την ιδέα του μεγαλείου του γερμανικού έθνους: σπουδάζει Αρχιτεκτονική, αλλά εγγράφεται στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, και καταλήγει να δουλεύει για την Γκεστάπο και τις μυστικές υπηρεσίες. Μάλιστα συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Ρώσους και απελευθερώνεται με την τελευταία φουρνιά αιχμαλώτων, μόλις το 1956.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε τρία μέρη. Στο πρώτο παρακολουθούμε σε τριτοπρόσωπη επίπεδη εξιστόρηση – ο αφηγητής δεν αποκαλύπτεται – τα πρώιμα χρόνια της Ολγας και του Χέρμπερτ. Στο δεύτερο συμπληρώνονται ποικίλα κενά της ιστορίας, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μαζί με εκατομμύρια γερμανούς πρόσφυγες, εκτοπισμένους από τις ανατολικές επαρχίες του Ράιχ, η Ολγα κατέφυγε στη Χαϊδελβέργη, όπου βιοπορίσθηκε κάνοντας τη μοδίστρα και τσοντάροντας έτσι στη γλίσχρα της σύνταξη ως δασκάλας. Εδώ θα αγαπήσει ιδιαιτέρως έναν γιο πελατών της και υποκαθιστώντας, θα λέγαμε, τους απόντες Χέρμπερτ και Αϊκ θα αναλάβει σε μεγάλο βαθμό την ανατροφή του. Αυτός είναι και ο αφηγητής της ιστορίας, που ανασυστήνει με λεπτομέρειες τη ζωή της ανακαλύπτοντας μετά τον θάνατό της ακόμη και τις ανεπίδοτες επιστολές της προς τον Χέρμπερτ στο μακρινό Τρόμσο. Η σχέση αυτή θα διατηρηθεί μέχρι τα μεγάλα της χρόνια όταν, πεπεισμένη για το ότι ο θεμελιακός υπεύθυνος για το δράμα του γερμανικού έθνους είναι ο μεγαλοϊδεατισμός του Μπίσμαρκ πίσω στον 19ο αιώνα, θα υποκλέψει ένα μασούρι δυναμίτη και θα επιχειρήσει να ανατινάξει το άγαλμά του.
Περί επεκτατισμού
Η «αδικία» του συγγραφέα
Η απόδοση ευθυνών στην απόμακρη Ιστορία με εγκαθίδρυση μιας σχέσης σχέση αιτίου/ αιτιατού είναι ασφαλώς παρακινδυνευμένη (το κάνουμε κι εμείς συχνά στην ατελεύτητη θεωρητικολογία μας με επιλεγμένους αρχαίους προγόνους, το Βυζάντιο ή και με συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα). Από την άλλη, η σύνδεση που κάνει η Ολγα (και ο συγγραφέας) μεταξύ του πάθους για ταξίδι/εξερεύνηση/φυγή του Χέρμπερτ και ναζιστικών επεκτατικών ιδεωδών, μου μοιάζει επισφαλής ως ερμηνευτικό σχήμα. Ολόκληροι λαοί, από τους Φοίνικες και τους Πολυνήσιους ώς τους Βρετανούς, τους Πορτογάλους και τους Ολλανδούς αποδείχτηκαν – σε διαφορετικά βεβαίως ιστορικά πλαίσια – ταξιδευτές ή και αποικιοκράτες, αλλά δεν έχτισαν αναγκαστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η ιδεολογική χρήση της γεωγραφικής εξερεύνησης ως εργαλείου του Ιμπέριουμ είναι μονοσήμαντη και επισφαλής. Υπάρχουν και άλλα κίνητρα για τις ανθρώπινες ατομικές ή συλλογικές μετακινήσεις, από τη βαρεμάρα ώς τον πόθο για περιπέτεια και την επιστημονική περιέργεια.
Χάινριχ Μπελ
Σε ό,τι αφορά τη μετατροπή της ήπιας δασκάλας Ολγας σε βομβίστρια μου έρχονται στον νου τα βιβλία του Χάινριχ Μπελ που μου φαίνεται πως είναι το πρότυπο του Σλινκ. Κυρίως «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» (εκδ. Γράμματα, μτφ. Χάρης Γιαννόπουλος, 1985), αλλά και το magnum opus του, το «Ομαδικό πορτρέτο με κυρία» (εκδ. Πόλις, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, 2015), όπου η ηρωίδα, η Λένι, όπως ακριβώς και η Ολγα, είναι φαινομενικά ασήμαντη – η μέση γυναίκα θα λέγαμε – και το πορτρέτο της δομείται με όλους τους κανόνες της έρευνας εκ μέρους του συγγραφέα, αποκαλύπτοντας ωστόσο εμμέσως την τοιχογραφία ενός ολόκληρου έθνους. Εδώ, η νομική παιδεία του Σλινκ κατασκευάζει ομοίως μια ολόκληρη ζωή, με αφηγηματικά αργόσυρτο ρυθμό, αλλά η ιδεολογική κατασκευή του μοιάζει, παρά το ευφάνταστό της, ως μάλλον επισφαλής. Και κάτι ακόμη. Αν πρόκειται να κατασκευάσουμε λογοτεχνική αδεία μια ολόκληρη ζωή (όχι μόνο ενός προσώπου, αλλά και ενός ολόκληρου έθνους) τότε οφείλουμε τιμιότητα στην ιστορία. Το λέω αυτό επειδή η ηρωίδα, μες στην πίκρα, τη μοναξιά και τις εμμονές της με την απώλεια του Χέρμπερτ, λησμονεί τα μεταπολεμικά επιτεύγματα της γερμανικής (και ευρωπαϊκής) σοσιαλδημοκρατίας. Παράδοξο το βρίσκω για ένα πρόσωπο με μόρφωση και μεγάλη καρδιά, που έζησε μάλιστα όλες τις θύελλες του εικοστού αιώνα. Ο συγγραφέας, ωστόσο, όφειλε να αποκαταστήσει την ιστορική δικαιοσύνη, αν μη τι άλλο για να μην αδικήσει λογοτεχνικά το ίδιο του το έργο.
Μπέρνχαρντ Σλινκ
Ολγα
Μτφ. Απόστολος Στραγαλινός, σελ. 298, Κριτική, 2018
Τιμή: 15 ευρώ