Θυμόμαστε όλοι φαντάζομαι τον χαμό που είχε γίνει πριν από καιρό, στα καθ’ ημάς παραπολιτικά, σχετικά με το σπίτι του Βολταίρου. Η ουσία πίσω από τους τίτλους όμως είναι ότι οι Παριζιάνοι ξέρουν, τουλάχιστον, πού βρίσκεται το σπίτι του Βολταίρου. Οπως και του Μολιέρου, του Ουγκώ και όλων σχεδόν των λογοτεχνών, Γάλλων και μη – για να περιοριστώ σε αυτούς και να μην επεκταθώ σε ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες. Είναι αυτές οι μπρούντζινες ταμπέλες στις προσόψεις των κτιρίων – «Εδώ έζησε ο Μπωντλαίρ», «Εδώ έγραψε ο Φλωμπέρ» – που κάνουν ολόκληρη την πόλη ένα είδος λογοτεχνικού μουσείου. Θα μου πείτε σε εστιατόρια της γαλλικής πρωτεύουσας, για παράδειγμα στο Le Procope, σου δείχνουν σε ποιο τραπέζι έτρωγε ο Ρακίνας ή πού αποσυρόταν ο Μπωμαρσαί στις πρεμιέρες των έργων τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Ενδεικτικά, στο Λονδίνο, το σπίτι του δημιουργού του Σερλοκ Χολμς, Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, στην Μπέικερ Στριτ έχει γίνει θεματικό ξενοδοχείο.
Κι εδώ; Στη μικρή χώρα των δύο Νομπέλ λογοτεχνίας; Καμία σχέση. Πάλι καλά που στα σύνορα Παγκρατίου και Μετς μια ταμπέλα έξω από μια μονοκατοικία πληροφορεί τον περαστικό ότι εδώ έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ο Γιώργος Σεφέρης. Στην πολυκατοικία της Σκουφά 23 όπου έζησε πολλά χρόνια και πέθανε ο Οδυσσέας Ελύτης, τίποτα. Ούτε στην Ασκληπιού 3 όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ο Παλαμάς (υπάρχει μόνο στην Περιάνδρου, στην Πλάκα, όπου πέθανε). Καμία σήμανση στην Πατριάρχου Ιωακείμ 14, το τελευταίο σπίτι του Καραγάτση, ομοίως και στη Στρατιωτικού Συνδέσμου 23, στο σπίτι του Τερζάκη, αλλά και στην οδό Αμερικής, στο σπίτι του Καρόλου Κουν, ή στην Ευριπίδου, στο σπίτι του Ξενόπουλου. Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή τη φωτογραφία του νεοκλασικού στην οδό Αναγνωστοπούλου 35 όπου έμεινε ο Καζαντζάκης και που ανάρτησε την περασμένη Τρίτη, του χιονιά, στα σόσιαλ μίντια ο φίλος Γιώργος Καλόφωνος. Υπενθυμίζοντάς μας πόσο ο εμβληματικός συγγραφέας απεχθανόταν το χιόνι που το αποκαλούσε «η λέπρα της γης».
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά παραδείγματα αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Εδώ δεν υπάρχει οδός Μελίνας Μερκούρη ή Μαρίας Κάλλας. Μαθαίνω ότι δεν υπάρχουν πια μεγάλοι δρόμοι για να πάρουν το όνομα «μεγάλων» Ελλήνων ή ότι για να μπει σήμανση σε μία πολυκατοικία πρέπει να γίνει αίτημα στον δήμο και μετά να αποφασίσουν οι ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας. Οποια και να είναι τα εμπόδια, μικρά κατά τη γνώμη μου, γεγονός παραμένει ότι η Αθήνα δεν τιμά όσο πρέπει τον σύγχρονο πνευματικό πολιτισμό της.
Από το χαρτί, στο σανίδι
Είναι πολλές οι μεταφορές λογοτεχνικών έργων στις αθηναϊκές θεατρικές σκηνές. Πριν από τρία χρόνια, για παράδειγμα, είχαν ανεβεί την ίδια σεζόν δύο θεατρικές εκδοχές του ντοστογεφσκικού αριστουργήματος «Εγκλημα και τιμωρία». Στην περίπτωση του «Γιούγκερμαν» όμως στο θέατρο Πορεία δεν έχουμε απλώς τη «θεατροποίηση» ενός από τα πιο πολυδιαβασμένα έργα της ελληνικής μυθιστοριογραφίας. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου και ο Στρατής Πασχάλης που έκανε τη διασκευή έφτιαξαν ένα ολοκαίνουργιο θεατρικό έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα. Και ο Γιάννης Στάνκογλου υποδύεται έναν ολοκαίνουργιο θεατρικό ήρωα. Ετσι όπως είναι οι ήρωες στο σανίδι. «Συμπυκνωμένοι» γιατί δεν υπάρχει για τον θεατή ο άπλετος και κατά βούληση χρόνος που έχει στη διάθεσή του ο αναγνώστης για να γνωρίσει τον «πρωταγωνιστή» ενός μυθιστορήματος. Ξεκάθαροι ακόμη και μέσα στην πολυπλοκότητά τους – ή μάλλον ιδιαίτερα μέσα σε αυτήν – αφού δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, να τον ξαναδούμε στα πρότερά του ώστε να εκτιμήσουμε τα τωρινά του. Ετσι πάνε μέχρι το τέλος της παράστασης, κουβαλώντας πάνω τους κάθε λεπτό της. Ομως και άλλα πρόσωπα του θεατρικού «Γιούγκερμαν», φωτίζονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στη σκηνή του Πορεία. Για να αποκτήσουν μια θεατρική δραματικότητα, αυτή που μετατρέπει τους χαρακτήρες σε ρόλους.
Φωτογραφίζοντας την Αθήνα
«…Για έναν δημιουργό, το εξωτικό στοιχείο έχει σημασία όταν το προκαλεί η δική του παρουσία, η δική του ματιά, και όχι όταν, απλώς, καταγράψει εκείνο που ανακαλύπτει ως ταξιδιώτης. Γι’ αυτό είναι λίγοι και εκείνοι οι φωτογράφοι που ασχολούνται με τον σκηνικό χώρο του οικείου τους περιβάλλοντος αφού δεν έχουν εξασκηθεί στο να ανακαλύπτουν εκπλήξεις σε αυτόν». Τι ωραία που «φωτογραφίζει» ο Πλάτων Ριβέλης τη σχέση μας με τις εικόνες που μας περιβάλλουν. Ο κορυφαίος έλληνας φωτογράφος είναι άλλωστε ο επιμελητής, μαζί με τον Αγγελο Μίχα, μιας έκθεσης που εγκαινιάζεται τη Δευτέρα στην Τεχνόπολη με τίτλο «Οι Αθηναίοι φωτογραφίζουν την πόλη τους». Πενήντα δημότες και κάτοικοι των επτά Κοινοτήτων της Αθήνας λοιπόν ανιχνεύουν το… εξωτικό στοιχείο στο περιβάλλον της καθημερινότητάς τους. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 24 Ιανουαρίου και συνδιοργανώνεται από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων και το διαδικτυακό περιοδικό ifocus.
Κώστας Σπυριούνης, ζωγράφος
Τι μου αρέσει στην Αθήνα
Μου αρέσει πολύ να θυμάμαι στην Αθήνα το δυνατό γέλιο της Μελίνας Μερκούρη και της Δέσπως Διαμαντίδου στην οδό Αναγνωστοπούλου. Τον Μιχάλη Κακογιάννη και την Αννα Κυριακού στου Φιλοπάππου. Την Αλίκη και την Τζένη στη Στησιχόρου. Τον Ευγένιο Σπαθάρη και τη Μάρω Κοντού στην Πλάκα, τον Ελύτη και τη Λαμπέτη στη Σκουφά. Τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο και τη Μούσχουρη στο Zonar’s. Τον Μένη Κουμανταρέα και τη Ζωζώ Σαπουντζάκη στην Πλατεία Συντάγματος. Τον Θεοδωράκη και τον Ρίτσο στην Ακρόπολη. Τον Δημήτρη Χορν στον Εθνικό Κήπο με τον Γιάννη Μόραλη. Τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, τον Ζαμπέτα και τον Ξαρχάκο στην Ομόνοια. Τον Γιάννη Τσαρούχη στο Κολωνάκι με τον Βασίλη και τον Διονύση Φωτόπουλο, τη Ναταλία Μελά και τον Αρη Κωνσταντινίδη. Είναι δυνατόν να μη μου αρέσει αυτή η Αθήνα;
ΥΓ: Σιχαίνομαι τα γκραφίτι.