Θα τολμήσω σήμερα μια νέα περιοδολόγηση της Ιστορίας, όχι μόνο της ελληνικής. Επειδή θεωρώ ότι η ανθρώπινη Ιστορία είναι στην ουσία της τραγική και συχνά τραγελαφική, θα αποπειραθώ να διαιρέσω κάθε λαού, πρωτόγονου ή πολιτισμένου, την πορεία σε φάσεις ή περιόδους πέντε που επαναλαμβάνονται συνεχώς μέσα στον ιστορικό χρόνο. Ετσι κατά τη γνώμη μου στην πορεία των λαών επαναλαμβάνονται διαρκώς και κατά την ίδια σειρά η Αισχύλεια, Σοφόκλεια, Ευριπίδεια, Αριστοφάνεια και Μενάνδρεια περίοδος.
Ας μου επιτραπεί να περιγράψω των πέντε αυτών περιόδων τα καίρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Επαναλαμβάνω, η περιοδολόγηση αυτή, η πενταμερής, συναντάται σε κάθε ανθρώπινη ομάδα, είτε πρωτόγονη φυλή είναι αυτή είτε οργανωμένη θεσμικά κοινωνία.
Αρχικά ας εξηγηθώ όσον αφορά την καταφυγή μου στις θεατρικές μήτρες που όχι, νομίζω, αυθαίρετα δανείζομαι.
Οι τρεις τραγικοί, ο κωμωδιογράφος της παρακμής και ο θεμελιωτής της αστικής κωμωδίας τύπων και χαρακτήρων είναι καθένας τους αυθεντικά τέκνα της εποχής τους, αποτυπώνουν στα έργα τους θεολογικά, υπαρξιακά, κοινωνικά και αισθητικά ερωτήματα και διακινδυνεύουν με τόλμη ομόλογες απαντήσεις. Απλώς υπενθυμίζω πως το θέατρο στη χώρα και στην πόλη όπου γεννήθηκε ήταν θεμελιώδης θεσμός του άστεως.
Για να αντιληφθούμε τη σημασία αυτής της θέσης του στην ιστορία των συνειδήσεων θα παραπέμψω σ’ ένα από τα τελευταία έργα του Αριστοφάνη, τους «Βατράχους», όπου ο θεός του θεάτρου Διόνυσος κατεβαίνει στον Αδη για να φέρει επάνω στην πόλιν έναν ποιητή, διότι στην εποχή που η πόλη διέρχεται θεσμική και ηθική κρίση χρειάζεται το όραμα και την κριτική ενός ποιητή για να εφοδιαστεί με πυξίδα πορείας και ελπίδα μέλλοντος.
Σε εκείνον τον «διαγωνισμό» όπου τελικοί υποψήφιοι είναι ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, επιλέγεται ο Αισχύλος για να δώσει το όραμα και την ελπίδα στη θνήσκουσα δημοκρατία. Δηλαδή ο μεγάλος σατιρικός τούς συμβουλεύει μέσα στους αιώνες πως όταν έρθει η παρακμή η ανοικοδόμηση των θεσμών και των ηθών και των αξιών πρέπει να ξεκινήσει από τα θεμέλια, δηλαδή από την αρχή. Δεν αρκούν τα μερεμέτια.
Τι σημαίνει λοιπόν για έναν λαό η Αισχυλική του περίοδος; Παρ’ όλο που δεν γνωρίζουμε τα πολλά έργα που ανέβασε στην Αθήνα ο Αισχύλος παρά μόνον επτά, είναι σχεδόν σκανδαλώδες πως αυτά τα επτά αποτελούν μια εσωτερική διαίρεση της αισχυλικής φάσης του πολιτισμού που βέβαια αντιστοιχούν στην εξέλιξη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Στους «Πέρσες» ο αγώνας κατά βαρβάρων, δηλαδή διαφορετικών στα ήθη και στις αξίες λαών, θεμελιώνει την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική αξία της πατρίδας (πατρίς γαία) όχι ως ενός ιδεολογήματος, αλλά ως πεδίου αναφοράς και ιστορικής μνήμης γενεών που μόχθησαν, αφού γεννήθηκαν και πέθαναν, άρα καθαγίασαν με ιδρώτα και αίμα το τοπίο. Για έναν ιρλανδό, ολλανδό, γάλλο, ιταλό, εβραίο, έλληνα μετανάστη είναι νέα πατρίδα εκεί που έσκαψε και φύτεψε και αλώνισε, εκεί που έχτισε, μαγείρεψε και βόσκησε βουβάλια, εκεί που γέννησε τα παιδιά του και εκεί που αναπαύτηκε για πάντα. Αυτό τους κληροδότησε ο Αισχύλος στους «Πέρσες».
Στις «Ικέτιδες» μας μύησε στην αλληλεγγύη για τον πρόσφυγα ικέτη, στους «Επτά επί Θήβας» για την τραγική μοίρα των λαών που υποκύπτουν στον πειρασμό της εμφύλιας έχθρας, στην «Ορέστεια» για την αλαζονεία της εξουσίας, την ενδοοικιακή βία και το ιδανικό της ισορροπίας εν κοινωνία είτε με την πειθώ είτε με την έννομη βία. Αυτές τις αξίες παρέδωσε ο Αισχύλος στη Σοφόκλεια εποπτεία και εκείνος σε επτά πάλι έργα του ανέλυσε την περίοδο που ο άνθρωπος περνάει από την Μήνιν της Ιλιάδος στο πολύτροπον της Οδύσσειας στον «Αίαντα» που σαν τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη πνίγεται ανάμεσα σε δύο δίκαια, της ανδρείας και της ευφυΐας.
Σε δύο πάλι δίκαια ο Σοφοκλής πολώνει τον πολίτη της εποχής του (και κάθε εποχής), στο δίκαιο της Αντιγόνης και του Κρέοντος στην «Αντιγόνη». Στον «Οιδίποδα τύραννο» ο άνθρωπος από τη φιλόδοξη επιδίωξή του να κυριαρχήσει στην Τύχη, υποχρεώνεται να υποταχθεί στην αδήριτη Ανάγκη.
Στο μέσον της κλασικής Αθηναϊκής περιόδου η Σοφόκλεια περίοδος αποσκορακίζει την Τυραννίδα στην «Ηλέκτρα», αποσκορακίζει την ανθρώπινη πλάνη στις «Τραχίνιες», καταδικάζει την αλαζονεία του ατομισμού και του συμφέροντος αποθεώνοντας την αλληλεγγύη του κοινωνείν στον «Φιλοκτήτη» και φτάνει στο τέλος του αιώνα του ο Σοφοκλής να αγιοποιεί το θύμα της θεϊκής συμπαιγνίας στον «Οιδίποδα στον Κολωνό».
Δεν είναι τυχαίο πως η Σοφόκλεια περίοδος κάθε εποχή αναζητεί τον κανόνα, το μέτρο και την πίστη στην αξία Ανθρωπος.
Στην Ευριπίδεια περίοδο της ανθρωπότητας κυριαρχεί η αμφιβολία, η αμφισβήτηση και η αναζήτηση άλλων αξόνων αναφοράς.
Ο απόλυτος ηθικά «Ιππόλυτος» σπέρνει τη συμφορά, ο βίαιος «Ηρακλής» ξεριζώνει τα πάντα, η ανελέητη «Ηλέκτρα» και ο παράφορος «Ορέστης», η προδομένη λέαινα «Μήδεια», ο σίριαλ κίλερ Ορέστης στην «Ανδρομάχη» και η συμβιβασμένη χήρα του ήρωα Εκτορα με τον νέο της σύζυγο γιο του φονιά του συζύγου της Νεοπτόλεμο (γιο του Αχιλλέα), ο αμετανόητος, πείσμων Οιδίπους των «Φοινισσών» να καταριέται τα παιδιά του και συζεί με τη μητέρα και σύζυγό του Ιοκάστη, ο πρωτόγονος Κύκλωψ που επιστρέφει τον άνθρωπο στα πρώτα χρόνια του πολιτισμού, αλλά συνάμα καταδικάζει τον πόλεμο και τις έριδες του νεότερου πολιτισμού ως βλακεία, η Ευριπίδεια περίοδος καταγράφει την έκλυση των ηθών, την κυριαρχία του ατομικού συμφέροντος, το μίσος ως κανόνα της ιστορίας και την απαξίωση των ηθών της Σοφόκλειας περιόδου.
Αυτή την έκπτωση ηθών, αξιών, εννοιών έρχεται να καυτηριάσει η Αριστοφάνεια περίοδος. Με έξοχη αίσθηση των λόγων της ανισορροπίας αναλύονται οι παρεκκλίσεις στη δικαιοσύνη, την παιδεία, την πολιτική, την οικονομία, τη διοίκηση, την εξωτερική πολιτική και τα προβλήματα άμυνας. Ηδη διαφαίνεται στον ορίζοντα η ανάδυση της ατομικής αντί της πολιτικής συνείδησης, αφού προτείνεται ως λύση στα αδιέξοδα των πολιτειακών θεσμών το συμφέρον του αστού και όχι του πολίτη.
Ο Δικαιόπολις των «Αχαρνέων», που διαφωνώντας με τους θεσμούς της πόλης και τις αξίες της σηκώνει σημαία ουδετερότητας, εγκαθιδρύει δικό του βιλαέτι και διαπραγματεύεται με βάση τα ατομικά του συμφέροντα.
Η καταφυγή συχνά στην ουτοπία των «Ορνίθων» ή τη διακυβέρνηση των γυναικών σε μια εποχή που η Δημοκρατία καταλύεται ή διαστρεβλώνεται η διαδρομή από τη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου στη μάντρα που εξασφαλίζει τα συμφέροντα του μικροαστού «Δάσκαλου» του Μενάνδρου είναι μονόδρομος.
Η Μενάνδρεια περίοδος που έχει σχεδόν ακυρώσει το Δωδεκάθεο και εμπιστεύεται τα πάντα στη θεά Τύχη οδηγεί το θέατρο να μιμηθεί την κοινωνία, γι’ αυτό ο αιώνας των μίμων και του αυτοσχεδιασμού είναι μίμησις μιας αυτοσχεδιάζουσας πολιτείας που θυσιάζει τω αγνώστω θεώ. Ετσι ο Παύλος από την Πνύκα θα εγκαινιάσει τη νέα Αισχύλεια περίοδο της ανθρωπότητας και πάει λέγοντας.
Αλλο πηγάδι, άλλος κουβάς αλλά το μαγκανοπήγαδο το ίδιο!