Ετος πάσης φύσεως εκλογών το 2019. Ευρωπαϊκές εκλογές με αμετακίνητη ημερομηνία, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές ταυτόχρονα και γενικές εκλογές όποτε ήθελε δεήσει η διαταραγμένη συμμαχία των μέχρι τώρα κυβερνητικών εταίρων. Το κλίμα προεκλογικό ήδη, η επιρροή του επί της λειτουργίας τού κρατικού μηχανισμού αναμφισβήτητη. Μολονότι έχουμε το ίδιο μέγεθος με το Βέλγιο, είναι αδύνατο να φανταστούμε τη χώρα να δουλεύει επί διετία χωρίς κυβέρνηση και όλα να πηγαίνουν ρολόι.
Δεν φτάνει όμως το προεκλογικό κλίμα, έχουμε και τις τριβές μεταξύ των δυο κυβερνητικών εταίρων και το συνεχώς επαπειλούμενο διαζύγιο. Οπως συμβαίνει και στις περιπτώσεις κοινών διαζυγίων, εάν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη είναι άτομα σοβαρά και αξιοπρεπή, υπάρχει η κατ’ ιδίαν συνεννόηση για όλα τα σχετικά με το διαζύγιο. Διαφορετικά οι δύο πλευρές βρίσκονται σε αντιδικία με τη βοήθεια των δικηγόρων τους και συχνά γελοιοποιούνται, «βγάζοντας στη φόρα» ιδιωτικού χαρακτήρα γεγονότα, συνήθως ανάλογα «φουσκωμένα». Εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση: το διαζύγιο έχει προαναγγελθεί και αντί οι δύο παρτενέρ να συζητήσουν μεταξύ τους, αλληλοεκβιάζονται δημοσίως. Το χειρότερο είναι ότι όλοι βασίμως υποψιαζόμαστε ότι το διαζύγιο θα επέλθει όταν θα συμφέρει και τους δύο. Επομένως, γιατί δεν τα είχαν βρει μεταξύ τους πριν δημιουργήσουν αυτή τη θεατρική παράσταση; Επειδή στην πολιτική ιδιαίτερα τίποτα σχεδόν δεν γίνεται τυχαία, φαίνεται ότι η επιθεώρηση που παρακολουθούμε αφενός βλάπτει σοβαρά τον τόπο, αφετέρου εξυπηρετεί αρκετά τους πρωταγωνιστές. Κατά τον Πρωθυπουργό, αφού «βγήκαμε από τα Μνημόνια», μπορούμε να αποφασίζουμε μόνοι μας και «η οικονομία είναι το μεγάλο ατού της κυβέρνησης». Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε το κόστος του θεατρικού έργου που παίζεται είναι πολύ μεγάλο. Αν τα πράγματα είναι διαφορετικά και η Ελλάδα σε ελάχιστα θέματα μπορεί να αποφασίζει μόνη της και η οικονομία δεν πάει καλά, τότε το σκηνικό διέπεται από ανάλογη ελαφρότητα, προστιθεμένου βεβαίως του κινδύνου γελοιοποίησης.
Η κατάσταση αυτή συμπαρασύρει το ίδιο το Κοινοβούλιο. Οι πλειοψηφίες δεν είναι ευδιάκριτες, η εμπιστοσύνη του Σώματος των Αντιπροσώπων αμφισβητείται, με δυσάρεστες συνέπειες στη λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας. Αν αναρωτηθούμε πως εισπράττουν οι έλληνες πολίτες τα γεγονότα αυτά, θα καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι υπάρχει απογοήτευση, δυσαρέσκεια και συχνά απόρριψη του πολιτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Αν αυτό θα ενισχύσει την αποχή στις εκλογές που έρχονται, θα είναι πλήγμα για τη δημοκρατία μας. Αν σε αυτό προστεθεί η λεγόμενη θεσμική εκτροπή, όπως η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων σημειώνει χαρακτηρίζοντας την προσπάθεια παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη Δικαιοσύνη, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.
Ας δεχθούμε ότι οι κυβερνήσεις επιθυμούν πάντοτε την παραμονή τους στην εξουσία και φυσικά την επανεκλογή τους, αλλά όχι πάση θυσία και κυρίως όχι με υπονόμευση της διάκρισης των εξουσιών. Σε τελευταία ανάλυση στο δημοκρατικό μας σύστημα, που εγγυάται όχι μόνο η βούληση του ελληνικού λαού αλλά και η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι κυβερνήσεις θα εναλλάσσονται και θα ασκούν τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν θα κατέχουν την απόλυτη εξουσία όπως ονειρεύονταν ορισμένα στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Τα πράγματα φαίνονται μπερδεμένα και θα κληθούν σύντομα οι Ελληνες να δώσουν την εντολή στη δύναμη που εγγυάται την πραγματική ανάπτυξη και τη στήριξη της μεσαίας τάξης, που αποτελεί και τον πυρήνα της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι πρώην υπουργός και πρώην ευρωβουλευτής