«Η Δημοκρατία, η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, λειτουργεί εξ ορισμού συγκυριακά, μέσα από τους κύκλους των περιοδικών εκλογών, αλλά κρίνεται εντέλει ιστορικά, εξ αποτελέσματος και εκ των υστέρων. Η Δημοκρατία κινείται με τους ρυθμούς του βραχύ ιστορικού χρόνου, αλλά τα αποτελέσματα των δημοκρατικών επιλογών πολύ συχνά φαίνονται στο βάθος του μακρύ ιστορικού χρόνου […] Οταν κινείται η διαδικασία της θέσπισης ή της αναθεώρησης του Συντάγματος, τότε η συντακτική ή αναθεωρητική συγκυρία αποκτά το βαρύ και επικίνδυνο προνόμιο να διεκδικεί ιστορικά χαρακτηριστικά. Τότε ανακύπτει ο κίνδυνος επιλογές επιπόλαιες, στιγμιαίες, τυχαίες, ανεπεξέργαστες, λαϊκίστικες – ή έστω απλώς βολονταριστικές – να αποκτήσουν τη μέγιστη νομική ισχύ της συνταγματικής διάταξης και να εμφανίζονται ως “ιστορικές”. Δεν υπάρχει όμως χειρότερη μορφή λαϊκισμού από τον συνταγματικό λαϊκισμό».
Η διαπίστωση ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος, όποτε αναφέρεται στο Σύνταγμα, «ομιλεί μετά λόγου γνώσεως», όχι μονάχα ηχεί κοινότοπη, αλλά και τον αδικεί κατάφωρα, καθώς περιγράφει μάλλον απλουστευτικά κι επιδερμικά τη διαχρονική τριβή του συγκεκριμένου πολιτικού με το αντικείμενο. Συνταγματολόγος ο ίδιος κι ένας από τους κορυφαίους κοινοβουλευτικούς μας, κατά ομολογία εχθρών και φίλων, ξέχωρα από τη σωρεία υπουργείων που συνέλεξε από τη νεαρή του ηλικία, πέρα από την προεδρία ενός ιστορικού κόμματος στην πιο δύσκολη κι επώδυνη περίοδο (ένας πρόεδρος κι ένα κόμμα σε «κόντρα ρόλο», θα λέγαμε, προς χάριν του εθνικού συμφέροντος), ήταν και ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας στην αναθεωρητική διαδικασία της περιόδου 1995-2001, η οποία κατέληξε στην ευρεία και συναινετική αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001. Σήμερα, που το πολιτικό σκηνικό δεν θυμίζει σε καμία του πτυχή το 2001 και αρκεί ακόμη και η υποψία συναινετικής προδιάθεσης εκ μέρους σου για να παραπεμφθείς ως κομματικός μειοδότης, ο Βενιζέλος έρχεται πάλι να εισφέρει τον πολύτιμο οβολό του με το βιβλίο του «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας – Προσδοκίες και Κίνδυνοι από την Αναθεώρηση του Συντάγματος» (εκδόσεις Πατάκη, 2018) και να επιστήσει την προσοχή μας στις ορατές και τις αόρατες «παγίδες» της νέας συνταγματικής αναθεώρησης που μπήκε ήδη στις ράγες.
Συνήθως η εκδήλωση για ένα βιβλίο, παρουσία του συγγραφέα του, αναλώνεται σε προβλεπτά υμνολόγια – και από αυτή την άποψη, ούτε το πόνημα του Βενιζέλου απετέλεσε εξαίρεση, κατά την παρθενική του παρουσίαση στο κατάμεστο Γαλλικό Ινστιτούτο, την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018, με εισήγηση και συντονισμό της δημοσιογράφου Δήμητρας Κρουστάλλη. Ωστόσο, εκτός από τα αναμενόμενα ευγενικά λόγια, οι παρουσιαστές εκμαίευσαν το μεδούλι από το ίδιο το βιβλίο. Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εμφανώς συγκινημένη επειδή το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του εκλιπόντος συνταγματολόγου Σταύρου Τσακυράκη, δήλωσε ότι θα επικεντρωθεί σ’ εκείνη την ενότητα του βιβλίου που διερευνά τη σχέση Συντάγματος και Δικαιοσύνης: «Το Σύνταγμα έχει τις ρίζες του στον Διαφωτισμό και στις δύο μεγάλες επαναστάσεις, την αμερικανική και τη γαλλική. Στη Θεωρία των Θεσμικών Αντιβάρων στηρίζεται ίσως κι ένα μεγάλο κομμάτι των σύγχρονων Δημοκρατιών. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα κατά πόσον μπορούμε να μιλήσουμε για Δημοκρατία, εάν δεν έχουμε Κράτος Δικαίου, εάν δεν υπάρχει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Η Θεωρία των Θεσμικών Αντιβάρων [επιτάσσει] ότι η Αρχή της Πλειοψηφίας υποχωρεί όταν υπάρχει σύγκρουση με το Σύνταγμα και την Προστασία των Δικαιωμάτων… Η Τυραννία των Αρχόντων ή η Τυραννία της Πλειοψηφίας δεν μπορεί να επικρατήσει». Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή – θα προσθέταμε εμείς – από αυτό που επιτάσσει τόσο ο δεξιός, όσο και ο αριστερός λαϊκισμός, με μια νεφελώδη «λαϊκή βούληση» χωρίς διαμεσολαβητές – τουτέστιν, κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους – να υπερίπταται κάθε θεσμού και κάθε δικαιώματος.
Ο Αντώνης Μανιτάκης, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου και πρώην υπουργός, αφού πρώτα έπλεξε το εγκώμιο του «γλωσσοπλάστη» και «λεξιλάγνου» συγγραφέα – «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις πού τελειώνει ο προφορικός λόγος του Βενιζέλου και πού αρχίζει ο γραπτός» -, εστίασε κατόπιν στο βασικό ερώτημα που δείχνει να τον ταλανίζει σε ολόκληρο το βιβλίο· την επίδραση της συγκυρίας πάνω στην Ιστορία: «Αυτό που είχαμε μέχρι τώρα συνηθίσει, ιδίως την περίοδο της Μεταπολίτευσης, ήταν ότι η Πολιτική είναι η Τέχνη του Εφικτού, αλλά είναι ταυτόχρονα και η τέχνη της επιτυχούς διαχείρισης της πολιτικής συγκυρίας […] Οι πολιτικοί έτρεχαν πίσω από τη συγκυρία, να ελέγξουν τη συγκυρία, και μοιραία αγνοούσαν τον μακρύ χρόνο, τον εθνικό χρόνο, τον χρόνο της Ιστορίας».
Εν συνεχεία, με παιγνιώδες μπρίο, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης αντικατέστησε τη «Δημοκρατία» στον τίτλο του βιβλίου με τον «Βενιζέλο» και φιλοτέχνησε ένα ασυνήθιστο πορτρέτο, ιδίως για όσους έχουν επιμολυνθεί, χρόνια τώρα, από την αντίθετη τοξική προπαγάνδα: «Ο Βαγγέλης Βενιζέλος ανήκει στις καλύτερες εκδοχές της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ένα λαϊκό παιδί, γεννημένο και μεγαλωμένο στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Ο ένας του παππούς ήταν εργάτης, ο άλλος παπάς. Μεγάλωσε σε μια χώρα που έδινε ακόμη ευκαιρίες. Είναι η περίπτωση του προκομμένου, έξυπνου, φιλόδοξου παιδιού, κοριτσιού ή αγοριού, το οποίο βρίσκει τον δρόμο του μέσα από δομές και από ευκαιρίες που του παρέχονται, από όπου και αν προέρχεται. Και αυτό νομίζω είναι κάτι που θα το νοσταλγήσουμε, όπως πάνε τα πράγματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό».
Ο Αντώνης Καραμπατζός, αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, επανέρχεται στη θεμελιώδη προβληματική του βιβλίου: «Ζούμε το λυκόφως της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ή μονάχα κάποιους έντονους κραδασμούς; Ισως να βιώνουμε μια απλή κυκλική κρίση, από εκείνες – όπως γράφει ο Βενιζέλος – που βιώνει περιοδικά κάθε πολιτικό σύστημα. Οι εχθροί της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πολεμούν πρωτίστως το Κράτος Δικαίου και ο βασικός στόχος τους είναι ο θεσμός της Δικαιοσύνης. Το βλέπουμε σε διάφορες χώρες – Πολωνία, Ουγγαρία και αλλού. Επίσης επιδιώκεται ο έλεγχος της ενημέρωσης και της ελευθεροτυπίας· και αυτό είναι ένα κομβικό σημείο. Ετσι, κατά τον συγγραφέα, σε κάποιες χώρες έχουμε μετάβαση σε μια μη φιλελεύθερη δημοκρατία (illiberal democracy). Κατά πόσον αυτή, η μη φιλελεύθερη δημοκρατία, μπορεί να αντέξει στον χρόνο και να μετατραπεί πλέον σε μη δημοκρατία, είναι ένα ζητούμενο». Ενα στοίχημα – καθώς θα εξηγήσει ο Βενιζέλος κλείνοντας την παρουσίαση: «Η φιλελεύθερη δημοκρατία, που ήκμασε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διέρχεται κρίση. Το στοίχημα της Δημοκρατίας σήμερα είναι η επιστροφή της Πολιτικής, δίχως όμως να κατισχύσει η ανευθυνότητα και ο λαϊκισμός». Αισιοδοξεί ο ίδιος ότι το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί; Οχι όσο η Πολιτική συνδέεται άρρηκτα με την Παροχολογία. Οσο η τελευταία μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο. Οσο ο λαϊκισμός επιβάλλει την ατζέντα.