Επαναλαμβάνω μια γνωστή ιστορία. Στις 21 Ιουλίου 1949 εκφωνήθηκε στον ραδιοφωνικό σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» κάτι ανάμεσα σε διάγγελμα και διακήρυξη του Ν. Ζαχαριάδη.
Τίτλος: «Και φέτος ο Γράμμος θα γίνει ο τάφος τους».
Αφού περιέγραψε στους ακροατές την άθλια κατάσταση στην οποία (κατά την εκτίμησή του…) έχει περιέλθει η «προδοτική κλίκα των λακέδων της Αθήνας» και ο (αμερικανός στρατηγός) Βαν Φλιτ, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ διαβεβαίωνε ότι:
«Στο Γράμμο εφέτος, όπως και πέρυσι, θα ματώσει μέχρι εξάντληση ο μοναρχοφασισμός. Και όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος, ο Γράμμος θα τους γίνει ο τάφος που του αφαίρεσε τη νίκη».
Διότι ο Γράμμος «υψώνεται μοναδικό σύμβολο της λευτεριάς και παγκόσμιο φλάμπουρο της Δημοκρατίας».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Σε λιγότερες από σαράντα μέρες, οι επίδοξοι νεκροθάφτες του μοναρχοφασισμού μάζεψαν το παγκόσμιο φλάμπουρο κι αναχώρησαν για τη λατρεμένη «χώρα των Σοβιέτ».
Θυμήθηκα την ιστορία διαβάζοντας πως την ίδια τύχη επιφυλάσσουν σήμερα στην «ακροδεξιά» και οι επίγονοι του Ζαχαριάδη – στο πιο ήπιο, φυσικά…
«Το μέτωπο ΝΔ – ΚΙΝΑΛ είναι πολύ πιθανό να βρεθεί μπροστά σε ένα ευρύτερο μπλοκ που αυτές τις μέρες διαμορφώνεται με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών» («Αυγή», 10/1).
Προφανώς κάτι περισσότερο γνωρίζουν οι αγωνιστές της «Αυγής».
Αλλά όσες φορές κι αν μετρήσεις τον Αντώναρο, τον Ραγκούση, τον Παπαχριστόπουλο και τον Λιάκο, ευρύτερο μπλοκ δεν τους λες.
Περισσότερο μοιάζει με μεταμεσονύκτιο πάνελ περιθωριακού καναλιού.
Ο Ν. Μαραντζίδης θεωρεί ασφαλώς ότι είναι «μια σπουδαία συμφωνία για τη χώρα» (Στο Κόκκινο, 10/1), αλλά πολύ φοβούμαι ότι ελάχιστοι συμμερίζονται τον ενθουσιασμό του.
Αντιθέτως, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών φαίνεται να εκτιμά ότι το ερώτημα που τίθεται δεν αφορά τη συμφωνία αλλά την κυβέρνηση που την έκανε – λογικό…
Περιμένοντας λοιπόν το «ευρύτερο μπλοκ» που θα μας καταπλήξει, η χορωδία του ΣΥΡΙΖΑ έχει στρέψει τις προσευχές της στο «παλιό πολιτικό σύστημα».
Για κάποιο λόγο που μπορώ να υποψιαστώ αλλά δυσκολεύομαι να πιστέψω, ο Κ. Σημίτης (κυρίως) αλλά κι ο Κ. Καραμανλής κι ο Γ. Παπανδρέου καλούνται πιεστικά να μη σιωπούν και να πάρουν θέση για τη συμφωνία των Πρεσπών.
Ο Τσακαλώτος, ο Παπαδημούλης, ο κυβερνητικός Τύπος, ακόμη κι ο Μπίστης, τους ζητούν να βάλουν πλάτη.
Ο «Παππάς του Μανώλη», τόσο εχέμυθος συνήθως όταν πρόκειται για τον «Μανώλη του Παππά», μίλησε για «καίρια διλήμματα». Τα οποία «απαιτούν από τους ανθρώπους που έχουν διαχειριστεί τις τύχες της χώρας να τοποθετηθούν. Και από τον κ. Σημίτη και από τον κ. Παπανδρέου και από τον κ. Καραμανλή» (10/1).
Παράξενα πράγματα. Γιατί άραγε καλούν σε πρώτες βοήθειες εκείνους «που χρεοκόπησαν τη χώρα»; Από πότε έπαψαν οι πρώην Πρωθυπουργοί να αποτελούν τα τοτέμ του πολιτικού συστήματος της διαφθοράς;
Η εύκολη απάντηση σε αυτήν την εύκολη ερώτηση είναι «από τότε που η κυβέρνηση τα βρήκε μπαστούνια και ψάχνει για σωσίβια».
Διότι η πραγματικά δύσκολη ερώτηση είναι άλλη.
Με ποια πλειοψηφία νόμιζε άραγε ο Τσίπρας ότι θα λύσει το Σκοπιανό; Με ποιο «ευρύτερο μπλοκ» που λέει και η «Αυγή»; Με τον Μπίστη, τον Λιάκο και τον Δανέλλη;
Αν κάτι τέτοιο νόμιζε, τότε κανείς από τους ερωτώμενους δεν χρειάζεται να μιλήσει. Οπως τα έφτιαξε ο Τσίπρας, ας τα διορθώσει ή ας τα λουστεί.
Απειλεί τώρα ότι «θα ξεφτιλιστεί η χώρα»; Πιθανό. Αλλά εκείνος θα φέρει την ευθύνη του εξευτελισμού. Οι άλλοι δεν μετέχουν στο κόλπο.
Για κάποιο ανεξήγητο αλλά βολικό λόγο, η διακυβέρνηση Τσίπρα ξεκίνησε από την πρώτη μέρα με ένα αίτημα αυτονόητης και γενικότερης επιδοκιμασίας όσων του κατεβαίνουν στο κεφάλι.
Το καλοκαίρι του 2015 υποχρέωσε την αντιπολίτευση να μαζέψει τις ζημιές του. Κι έκτοτε θεωρεί ότι η αντιπολίτευση είναι σχεδόν υποχρεωμένη να τον κουβαλάει στην πλάτη της.
Η λογική του είναι «αφού υποχρεώθηκα να υιοθετήσω την πολιτική σας, είστε κι εσείς υποχρεωμένοι να με υιοθετήσετε». Ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία δεν έχει διατυπωθεί τόσο κυνικό αίτημα αφοπλισμού της δημοκρατίας.
Ο Μητσοτάκης «ανέβαζε συνεχώς τον πήχη», παραπονέθηκε ο Τσίπρας στην πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη. Ενδεχομένως. Αλλά καλώς ή κακώς αυτή είναι η δουλειά της αντιπολίτευσης.
Δεν ξέρω τι στοιχειοθετεί μια τέτοια απαίτηση ανεμπόδιστης εξουσίας.
Το ημιθανές «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς; Η ανοχή που της επέδειξε επί δεκαετίες η ελληνική κοινωνία; Η κακομαθησιά μιας γενιάς σαματατζήδων που έχουν μάθει να δικαιούνται και να μην κρίνονται;
Ο Πρωθυπουργός μιλάει για «κακομαθημένα κολλεγιόπαιδα» και δεν συναισθάνεται ότι, αν μη τι άλλο, τα «κολλεγιόπαιδα» μιλούν αγγλικά.
Ποιοι άραγε του καλλιέργησαν την εντύπωση ότι αξίζει ιδιαίτερη επιείκεια, ανοχή και κατανόηση; Πώς διεκδικεί το προνόμιο να διαψεύδεται χωρίς επιτίμιο, να σφάλλει χωρίς ποινή, να κοστίζει χωρίς λογαριασμό, να αλλάζει τζάμπα;
Ποιος τον διαβεβαίωσε ότι μπορεί να μεταμορφώνεται και να μασκαρεύεται κοροϊδεύοντας το ίδιο ακροατήριο και με τον ίδιο τρόπο; Να λέει τα πάντα και το αντίθετό τους;
Η άγνοια ντύνεται αγνότητα. Η ανικανότητα γίνεται απειρία. Η εντιμότητα κυκλοφορεί ως φιγούρα. Κι η λαμογιά ονομάζεται fake news.
Υποθέτω άλλωστε ότι πρέπει να είσαι βαριά θρησκευόμενος ή ελαφρά ανισόρροπος για να διαπιστώνεις, με αφορμή τη συνέντευξη Τσίπρα, πως «όταν έχεις καθαρά χέρια, έχεις και καθαρό μυαλό» (Σ. Κούλογλου, 10/1).
Για πρώτη φορά από την εποχή του Αριστοτέλη η ποιότητα της σκέψης υπόκειται στη σωματική υγιεινή.
Δεν έχω αμφιβολία ότι αυτό το παρανοϊκό αίτημα επιείκειας, ασυλίας κι ανοχής που διατυπώνει η «πρώτη φορά Αριστερά» προς όλους τους δημόσιους παράγοντες θα μελετηθεί κι από περισσότερο ειδικούς.
Αλλωστε δεν ξέρω ποιος έχει περισσότερο την ανάγκη τους.
Εκείνοι που το διατυπώνουν ή εκείνοι που σπεύδουν να το υπηρετήσουν;