Μόνο εγγυήσεις για μια γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα, δεν δίνει η σημερινή σύνθεση του ελληνικού Κοινοβουλίου. Επιχειρήματα εφευρίσκονται από το πουθενά από τους βουλευτές της συγκυβέρνησης για τα δήθεν επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής. Προκλήσεις και ανύπαρκτα διλήμματα ανακαλύπτονται από βουλευτές της αντιπολίτευσης για να δικαιολογήσουν την ψήφο εμπιστοσύνης που ετοιμάζονται να δώσουν στην κυβέρνηση. Αλλά και βουλευτές της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης συμπεριφέρονται με άγνοια κινδύνου για όσα ενδεχομένως καταδικάζουν σήμερα και ίσως κληθούν να αντιμετωπίσουν αύριο από κυβερνητικά πόστα και θέσεις εξουσίας.
Η χώρα βουλιάζει από έναν χείμαρρο μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, αλλά και προσωπικών προεκλογικών και μετεκλογικών επιδιώξεων μιας σημαντικής μερίδας του πολιτικού προσωπικού της, την ώρα που τα μεγάλα προβλήματα στο μέτωπο της οικονομίας ορθώνονται απειλητικά μπροστά της. Τι και αν όλοι οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν με μεγάλα γράμματα ότι δεν έχουμε ξεφύγει από την κρίση ούτε από το ενδεχόμενο να περιπέσουμε σε νέες μεγάλες περιπέτειες με ένα νέο Μνημόνιο τα επόμενα χρόνια.
Καθώς το Σκοπιανό και η προοπτική των εκλογών έχει μετατρέψει την πολιτική ζωή της χώρας σε κινούμενη άμμο και ακόμη ένα έτος κινδυνεύει να χαθεί για την οικονομία, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Με ποια κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία θα μπορέσει η, όποια, επόμενη κυβέρνηση να λάβει τις δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται για ξεφύγουμε από τη ζώνη κινδύνου; Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, αλλά κανείς δεν μιλά σε βάθος για αυτά:
– Με ποιες κινήσεις και αποφάσεις θα καταστεί εφικτή η έξοδος της χώρας στις αγορές; Η ελληνική οικονομία παραμένει αποκλεισμένη από αυτές και στερείται τη χρηματοδότηση που έχει ανάγκη ενώ το μαξιλάρι ασφαλείας των 26 δισ. ευρώ που διαθέτει έχει περιορισμένη ημερομηνία λήξης. Απαιτούνται αποφάσεις οικονομικής πολιτικής που θα στείλουν τα σωστά μηνύματα στις αγορές, θα ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης και θα μεταβάλουν τη στάση τους. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας βουλιάζει στις ζημιές, έχει μεγάλα χρέη τις τράπεζες και αν καταρρεύσει θα πάρει μαζί της την ελληνική οικονομία. Πώς θα αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό και τι θα γίνει με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που καρκινοβατεί;
– Πώς θα αντιμετωπιστεί ο βαρύς λογαριασμός για την καταβολή των αναδρομικών που θα έλθει μέσα στο 2019, όταν τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις στο ΣτΕ; Είναι σαφές ότι ο προϋπολογισμός δεν αντέχει το κόστος αυτό που υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ και απειλεί να τινάξει στον αέρα τη δημοσιονομική ισορροπία που επιτεύχθηκε τα χρόνια των Μνημονίων.
– Ποιο είναι το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος δεδομένου ότι οι μεγάλες αδικίες του εις βάρος των νέων συνταξιούχων ή οι εξοντωτικές εισφορές που επιβάλλει σε μεγάλες κατηγορίες επαγγελματιών όχι μόνο δεν αντέχουν στον χρόνο, αλλά κινδυνεύουν άμεσα να κριθούν αντισυνταγματικές;
– Με ποιον τρόπο και σε ποια κατεύθυνση θα μειωθούν οι φόροι που εξακολουθούν να γονατίζουν τα νοικοκυριά και κρατούν καθηλωμένη την οικονομία;
Σε όλα αυτά, αύριο, θα πρέπει να δοθούν πειστικές απαντήσεις. Αν δεν δοθούν, δεν θα αποφύγουμε τα χειρότερα. Το πρόβλημα είναι ότι μια κρίσιμη μερίδα της κοινής γνώμης έχει υπνωτισθεί από τις παροχές και δεν έχει επίγνωση της κατάστασης. Αλλά και ότι ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτικού προσωπικού δεν έχει επίγνωση των ευθυνών του.