Τα σπουργίτια της ζωής. Φοβισμένα, παγωμένα, κουρασμένα, απογοητευμένα. Με βλέμμα χαμένο σαν τα όνειρά τους, γραμμένα στην άμμο που τα παρέσυρε το ξέβρασμα του κύματος.
Χιόνι και ξεροβόρι. Η χαρά των άλλων η δική τους βάσανος. Η θύμηση της ανημποριάς, της φτώχειας.
Το λούμπεν προλεταριάτο. Αξημέρωτα, με τα χνώτα να δημιουργούν λευκό σύννεφο και τα χέρια μελανά, το μοβ της πασχαλιάς, περιμένουν για ώρες το σαραβαλιασμένο λεωφορείο που δεν έρχεται, το τρένο που δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Απελπισία και αγωνία. Για τα τετράωρα στην τσέπη και τα δεκάωρα της πραγματικότητας.
Μηχανάκια που αγκομαχούν σε παγωμένες ανηφοριές. Για να πάει γρήγορα ο καφές. Για τα δύο ευρώ την ώρα και την ελπίδα του φιλοδωρήματος.
Ξεφτισμένο πανωφόρι μεγαλόσωμου άνδρα σε κορμάκι δεκάχρονου. Τα χεράκια του έφταναν μέχρι τη μέση του μανικιού. Μυτούλα μελανιασμένη, μάγουλα κόκκινα. Η παιδική του αφέλεια αψηφούσε τον μεγάλο εχθρό, την παγωνιά.
«Εσύ γιατί δεν είσαι σχολείο;». Μου απάντησε τόσο ευγενικά που μ’ έκανε να ντραπώ γιατί ο ανόητος ταύτισα το ξέφτισμα του φθηνού υφάσματος με την ψυχή του.
Η άστεγη που έκρυβε την ντροπή της κουλουριασμένη σε μια γωνιά του καφέ. «Πρέπει να φύγετε» της είπε η νεαρή υπάλληλος. Τα άγρια βλέμματα έγιναν καρφιά πάνω της. Δεν ξαναμίλησε.
Το μονοξείδιο της φτώχειας που πήρε στην αγκαλιά του έναν ακόμα άνθρωπο. Ενας γλυκός θάνατος σε μια σκληρή ζωή. Το μαγκάλι, το σύμβολο της ανέχειας απέναντι στο αναθεματισμένο ψύχος. Αυτό που παίρνει τις λευκές ψυχές από τον μαύρο κόσμο.
Καταραμένο κρύο, κυνηγός ψυχών. Στoν απόπατο της συνείδησής μας, τα hot spot της ντροπής. Περιτρίμματα του κόσμου. Εκμαυλιστές της ελπίδας χιλιάδων κυνηγημένων. Ραγισμένες καρδιές νέων ανθρώπων που σταματούν. Το Αιγαίο της ελπίδας που χάθηκε στον βούρκο της απόγνωσης.
Η κοινωνία του θεάματος που δεν θέλει να ξέρει. Μια ματαιόδοξη κοινωνία που ζεσταίνει το φίδι στον κόρφο της.