Είναι η κεντρική φωτογραφία του πρωτοσέλιδου της χθεσινής Repubblica: ένας χαμογελαστός Αλέξης Τσίπρας σφίγγει με πάθος το χέρι της Ανγκελα Μέρκελ, η οποία τον κοιτάζει στα μάτια, λίγο αμήχανη, λίγο διασκεδασμένη. «Μέρκελ και Τσίπρας, χαμόγελα από τους παλιούς εχθρούς» σχολιάζει η ιταλική εφημερίδα. «Να πόσο έχει αλλάξει η Ευρώπη».
Αρέσουν στους Ευρωπαίους αυτά τα συμβολικά: λιώσιμο των πάγων, κατάρρευση των τειχών, ιστορικός συμβιβασμός. Στην πραγματικότητα, όμως, από τότε που η γερμανίδα καγκελάριος επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 2014, αυτός που έχει αλλάξει περισσότερο είναι ο Τσίπρας. Και έχει αλλάξει όχι επειδή αναθεώρησε τις βασικές του θέσεις, που ρέπουν προς τον αντιφιλελευθερισμό, αν όχι τον αυταρχισμό, αλλά επειδή κατάλαβε ότι μόνο έτσι θα κρατηθεί στην εξουσία.
Η ίδια η καγκελάριος, πάλι, δεν έχει μετακινηθεί πολύ από τις βασικές της θέσεις. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί τον βασικό μοχλό της ανάπτυξης. Δεν έχει χάσει την πίστη της στη δύναμη της συναίνεσης. Παραμένει επιφυλακτική απέναντι στις φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις της Ευρώπης. Μόνο στο Μεταναστευτικό, που κόντεψε να της στοιχίσει την εξουσία, θα έλεγε κανείς ότι έχει «ωριμάσει»: έχει αντιληφθεί δηλαδή ότι οι ανοιχτές αγκαλιές στέλνουν ψηφοφόρους στην Ακροδεξιά.
Οσο για την Ευρώπη, η μεγάλη αλλαγή που έχει συμβεί αποτυπώνεται σε μια θεατρική παράσταση που παίζεται από χθες στο Théâtre de la Ville του Παρισιού. Η «Επιστροφή στη Ρεμς» είναι ένα έργο του γερμανού σκηνοθέτη Τόμας Οστερμάγερ (γνωστού στην Ελλάδα από τον «Εχθρό του Λαού» και τις «Μικρές Αλεπούδες»), που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του γάλλου κοινωνιολόγου Ντινιέ Εριμπόν. Ο τελευταίος διηγείται εδώ πώς η φτωχή οικογένειά του, που ανήκε στην εργατική τάξη και ψήφιζε πάντα το Κομμουνιστικό Κόμμα, διολίσθησε σιγά σιγά προς τη Λεπέν. Κι από εκεί που έλεγε «εμείς» και εννοούσε «οι εργάτες» (απέναντι στους αστούς, τα αφεντικά, τους εκμεταλλευτές), τώρα λέει «εμείς» και εννοεί «οι Γάλλοι» (απέναντι στους ξένους).
«Δεν νοσταλγώ τα μεγάλα εργοστάσια όπως αυτό στο οποίο δούλευε η μητέρα μου, οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες» λέει ο Εριμπόν σε μια κοινή συνέντευξη με τον Οστερμάγερ στο περιοδικό L’Obs. «Μπορούσαμε όμως να συγκεντρωνόμαστε, να οργανωνόμαστε, να αντιστεκόμαστε. Οταν οι άνθρωποι έχουν μια επισφαλή εργασία ή είναι άνεργοι, δεν μπορούν να απεργήσουν. Η Αριστερά έπαψε να ασχολείται με τους εργάτες, με τους εξαθλιωμένους, με την επισφαλή εργασία. Από τη δεκαετία του ’80 κι ύστερα μιλάει τη γλώσσα της Δεξιάς».
Αυτό καταλογίζουν στον έλληνα Πρωθυπουργό και κάποιοι από τους παλιούς συνοδοιπόρους του: ότι παραδόθηκε στη Δεξιά, ότι αλώθηκε από τον καπιταλισμό, ότι πιάστηκε στα δίχτυα της Μέρκελ. Μακάρι όμως να ήταν αυτές οι αμαρτίες του. Γιατί τότε τουλάχιστον τα χαμόγελα θα ήταν ειλικρινή.