Σε δυο «στρατόπεδα» είναι χωρισμένη η κυβέρνηση τόσο ως προς τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών όσο και για τον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησης διαφόρων υποθέσεων που χαρακτηρίζονται ως σκάνδαλα. Στο εσωτερικό της κυβέρνησης καταγράφονται ισχυρές διαφοροποιήσεις στα δυο αυτά ζητήματα και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κυρίως υφίσταται μια εσωτερική διαπάλη, μεταξύ ιστορικών και έμπειρων στελεχών που έχουν και άλλα βιώματα και της νεότερης γενιάς που εμφανίζεται με μια λογική πιο μετωπική.

Ισχυρή είναι η εσωτερική αντίθεση ως προς την κεντρική γραμμή του Μεγάρου Μαξίμου για εκλογές στο τέλος της τετραετίας, υπό την αίρεση βεβαίως των εξελίξεων στο θέμα του Πάνου Καμμένου και τη στήριξη ή όχι των ΑΝΕΛ.

ΠΟΤΕ ΘΑ ΣΤΗΘΟΥΝ ΟΙ ΚΑΛΠΕΣ. Σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχει μια ισχυρή ομάδα, κυρίως ιστορικών και έμπειρων στελεχών, που θεωρεί ότι ο καλύτερος χρόνος διεξαγωγής των εκλογών είναι ο Μάιος, ώστε με τις τετραπλές κάλπες (δηλαδή, ευρωεκλογές, βουλευτικές, περιφερειακές και δημοτικές) να μπορέσει να διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά και επικοινωνιακά ένα ενδεχόμενο αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ προτάσσουν και το επιχείρημα της διασποράς των ψήφων.

Αντίθετα στο Μέγαρο Μαξίμου κυρίαρχη είναι η τάση – αν και γίνονται πλέον δεύτερες σκέψεις – για εκλογές τον Οκτώβριο με τη λογική ότι πρέπει να υπάρξει χρόνος για να αποδώσει η ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Σε αυτή τη γραμμή είναι και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας διότι εκτιμά, σύμφωνα με τους συνομιλητές του, ότι θα αποδώσει καρπούς η οικονομική πολιτική με θετικά μέτρα σε βάθος χρόνου και θα γίνει πλήρως κατανοητή από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.

Στο ίδιο κλίμα με τον Πρωθυπουργό, όπως είναι αυτονόητο, είναι και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, αλλά και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς, ενώ και ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης προκρίνει την εξάντληση της τετραετίας. Στον στενό πρωθυπουργικό κύκλο, παρά το γεγονός ότι κυριαρχεί η λογική για κάλπες στο τέλος της θητείας, εντούτοις αναλύονται όλες οι παράμετροι και γίνονται δεύτερες σκέψεις.

Το οικονομικό επιτελείο φέρεται ότι εισηγείται την ολοκλήρωση της τετραετίας με κυριότερο λόγο τη μη διατάραξη της προσπάθειας που γίνεται στην οικονομική πολιτική. Στην ίδια γραμμή κινείται και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, που δίνει βαρύτητα στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας και θεωρεί ότι χρειάζεται χρόνος.

Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Το άλλο μείζον θέμα που προκαλεί διαφοροποιήσεις είναι η λεγόμενη σκανδαλολογία και ο τρόπος που χειρίζεται κεντρικά η κυβέρνηση τις διάφορες υποθέσεις και κυρίως αυτή της Novartis.

Σε αυτό το κλίμα μια σειρά ιστορικών στελεχών, που έχουν και την εμπειρία του 1989 και της παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο του Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργών του ΠΑΣΟΚ, κρατούν αποστάσεις από τη λεγόμενη «εργαλειοποίηση» διαφόρων υποθέσεων, χωρίς βεβαίως να αρνούνται τον χαρακτηρισμό σκάνδαλο. Ο Πρόεδρος της Βουλής που είναι της άποψης «καμία συγκάλυψη και κανένα συμψηφισμό σε σκάνδαλα», διαφωνεί με τη στοχοποίηση δικαστικών λειτουργών, απ’ όπου κι αν αυτές οι νοοτροπίες επιβιώνουν ακόμα μέσα στο πολιτικό σύστημα. Νηφάλια προσέγγιση έχει και ο Δραγασάκης, ενώ προ ημερών και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κράτησε αποστάσεις από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου και ουσιαστικά από την αξιοποίηση της σκανδαλολογίας ως πολιτικό εργαλείο για να δοθεί καίριο πολιτικό πλήγμα στους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως σε ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής.

«Είμαι ενάντια στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Αυτό βοηθάει μόνο τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει σκάνδαλο Novartis» είπε και αυτή είναι μια άποψη που συμμερίζονται αρκετοί εντός της κυβέρνησης και φοβούνται το ενδεχόμενο να ενισχυθούν τα άκρα και οι απολίτικες τάσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο έχει ενδιαφέρον η ισχυρή τάση των «53» υπό τον Τσακαλώτο, που εκτός από τη διαφωνία για την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, αναφέρονται στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ και αντιδρούν στην περαιτέρω «πασοκοποίηση», στέλνοντας προειδοποιητικά μηνύματα, καθώς δεν βλέπουν με θετικό μάτι την εξελισσόμενη μετάβαση του κόμματος σε μια πιο σοσιαλδημοκρατική εκδοχή.