Με την ευκαιρία που για ακόμη μία φορά ο Πιραντέλο επανέρχεται στις σκηνές μας, πράγμα που σημαίνει πως τείνει πια να γίνει κλασικός, θυμήθηκα την απόλυτη σχεδόν γνώμη του δασκάλου μου Δημήτρη Ροντήρη που ισχυριζόταν (με έντονη τη διαφωνία μου) πως ο Πιραντέλο είναι ο τελευταίος κλασικός του θεάτρου. Εκείνος ο μεγάλος δάσκαλος ανέβασε κατά τρόπο, όπως λένε οι μαρτυρίες ανθρώπων που σέβομαι το κύρος τους και την κριτική τους οξύτητα, του Πλωρίτη και του Σκαλιόρα, μοναδικό το «Να ντύσουμε τους γυμνούς» με σκηνοθέτη τον Ροντήρη και πρωταγωνιστές τη μεγάλη Ελένη Παπαδάκη και τον Γιώργο Γληνό.

Οταν σήμερα έχουμε την ευτυχία να γνωρίζουμε τα έργα του Μπρεχτ, του Μπέκετ, του Αλμπι και του Πίντερ, η απόλυτη άποψη του Δασκάλου έχει καταρρεύσει. Ευτυχώς γιατί αλλιώς θα έπρεπε να δεχτούμε πως το θέατρο δεν εξελίσσεται, πράγμα θανατηφόρο για την τέχνη όπως και για τη γλώσσα.

Παρ’ όλα αυτά, ο Πιραντέλο είναι μια ουσιώδης τομή στην ιστορία της σκηνικής γραφής. Θα μου επιτρέψετε να επιστρέψω αποσπασματικά σε απόψεις μου για το έργο του στη διάρκεια των 48 χρόνων που διακονώ απ’ αυτή τη γωνιά τη θεατρική κριτική:

«Ο Πιραντέλο προσήλθε ώριμος στο θέατρο, ως άνθρωπος με πικρές εμπειρίες και ως συγγραφέας και φιλόσοφος (είχε διδακτορικό στη φιλοσοφία σε γερμανικό πανεπιστήμιο). Οταν αποφασίζει δειλά, ύστερα από προτροπές θεατρανθρώπων, να γράψει θέατρο, έχει συγκροτημένο, έξω από τη θεατρική τεχνική, το προσωπικό του όραμα και τη γραφή του τελειωμένη.

Η θεατρική κατασκευή τον προκαλεί και τον ερεθίζει και είναι φυσικό να την πλησιάζει με μάτι ερευνητικό και καχύποπτο. Την αναλύει για να την κατακτήσει, εισχωρεί στις δομές του θεατρικού κώδικα με σκοπό να τις κατανοήσει. Προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να νομιμοποιήσει τον γάμο της πραγματικότητας με την τέχνη. Η πρωταγορική του σοφιστική φιλοσοφία, σχετική και υποκειμενική, τον έχει οδηγήσει να απορρίπτει τη γνώση και να αποδέχεται μοιραία την “δόξαν”· στη σκηνική μίμηση βλέπει, τώρα, μια τρίτη διάσταση. Το θέατρο γίνεται “δόξα δόξης”· ζητά σχετικοποίηση του σχετικού!

Δεν ξέρω αν πρόσθεσε τίποτε στην ιστορία του ιδεαλιστικού υποκειμενισμού ο φιλόσοφος Πιραντέλο, ο θεατρικός όμως συγγραφέας με την έμμονη καχυποψία του βάθυνε τη θεατρική οπτική και προβλημάτισε το μετέπειτα θέατρο πάνω στην ίδια του την ουσία.

Υστερα από τον Πιραντέλο κανένας δεν προσέρχεται στο θέατρο αθώος. Η θεατρική πράξη έγινε προβληματική και αμφίστομη και η αλήθεια αμφίβολη. Μιλώ για την αλήθεια της τέχνης του θεάτρου, αν υπάρχει, βέβαια, κάποια αλήθεια κι αν η αλήθεια δεν είναι ό,τι είναι παραστάσιμο…

Προσωπικά, σπάνια με πείθει ο Πιραντέλο για τις υπαρξιστικές του φιλοσοφικές θέσεις. Πάντα όμως με γοητεύει με το παιχνίδι των ρόλων και των μεταμορφώσεων. Παίζει με τις δυνατότητες του θεάτρου ως τέχνης παραστατικής και μιμητικής. Ποιος μιμείται, τι μιμείται, για ποιον μιμείται και τι στο κάτω κάτω είναι η μίμηση».

«Υπάρχουν πολλά προβλήματα που έχουμε ακόμα να λύσουμε μελετώντας τον μεγάλο Σικελό. Υπάρχει ο Πιραντέλο και ο πιραντελισμός, φοβάμαι δύο πράγματα τελείως διαφορετικά. Υπάρχει ο Πιραντέλο στοχαστής και ο Πιραντέλο θεατράνθρωπος. Υπάρχει ο Πιραντέλο πριν και μετά τον φασισμό. Ο Πιραντέλο τελικώς είναι ένα θέμα για πιραντελικό θέατρο, ένας και δέκα χιλιάδες!

Πάντως εκείνο στο οποίο μπορεί κανείς σταθερά να υπολογίσει είναι από τη μια η οφειλή του στη σοφιστική (κι όχι στη φιλοσοφία) και από την άλλη η προσήλωσή του στο γκροτέσκο θέατρο που ευδοκίμησε πριν απ’ αυτόν και παράλληλα μ’ αυτόν στην Ιταλία. Εχω την εντύπωση πως ένα ορθόδοξο ανέβασμα του Πιραντέλο, δηλαδή ένα ανέβασμα χωρίς περιθώρια μεγάλων σφαλμάτων, θα έπρεπε να στηρίζεται σ’ αυτές τις δύο παραμέτρους.

Πράγματι, η γραφή και η σκέψη του Πιραντέλο έχουν εμφανή σημάδια της σοφιστικής ρητορικής, ιδιαίτερα της γοργίειας.

Ο αφελέστερος των αναγνωστών αν διαβάσει το “Περί του μη όντος ή περί φύσεως” ή το “Εγκώμιον Ελένης” ή την “Απολογία του Παλαμήδη” του Γοργία, είναι αδύνατον να μην ανακαλύψει τις πηγές της πιραντελικής “ιδεοληψίας”, του πιραντελικού παράδοξου και του πιραντελικού “Διαφωτισμού”.

Από την άλλη μεριά τα θεατρικά του κείμενα, οι μύθοι του, τα ευρήματά του, οι χαρακτήρες του, οι πλοκές του χρωστάνε σχεδόν τα πάντα στο μελόδραμα και στο γκροτέσκο.

Το θέατρο του Πιραντέλο είναι “λα μάσκερα”, μια μασκαράτα, ένα παιχνίδι προσωπείων, αντικατοπτρισμών και αλληλοαναιρέσεων».

Αν υπάρχει κάτι που διερευνά ο Πιραντέλο είναι η δεινότητα του μιμείσθαι, η δυνατότητα, συχνά εκρηκτική, που περιέχεται μέσα στο μεταμορφούσθαι.

Ολα τα πρόσωπά του είναι φαντάσματα του πνεύματος που καταφεύγουν στο καταφύγιο της σκηνικής σκευής.

Ο Πιραντέλο είναι ένας σκευωρός, ένας φύλακας στην αποθήκη όπου αποτίθενται τα θεατρικά σκεύη. Τα προσωπεία, οι μηχανές, τα τεχνάσματα. Το θέατρο γι’ αυτόν ήταν όντως μια σκευωρία, μια μηχανορραφία, μια συνωμοσία μεταξύ πληροφορημένων, μια παγίδα κι ένα πυροτέχνημα.

Ο Πιραντέλο ως σκευωρός παίζει με τα πρόσωπα και διασκεδάζει αλλάζοντας ενδύματα. Η συχνότητα και η ταχύτητα της μετασκευής οδηγούν στη σύγχυση σημαίνοντος και σημαινομένου, προσώπου και προσωπείου, ταυτότητας και αντίφασης λογικής. Ο Πιραντέλο καταγράφει τη ζωή ως θέατρο, δηλαδή ως σκευωρία. Αυτή η ζωή πάνω στη σκηνή είναι φορτισμένη με όλα τα βάρη της μιμήσεως: γκροτέσκα, μελοδραματική, φαρσική, τραγική, παράλογη. Ολα μαζί κι όχι επιλεγμένα. Ολοι οι ήρωες του Πιραντέλο είναι ταυτόχρονα τραγικοί και γελοίοι, γιατί τους έχει επιλέξει η ζωή και όχι η θεατρική αφαίρεση. Ο Πιραντέλο κατασκευάζει κομμάτια σπαρταριστής ζωής, τα ενώνει αυθαίρετα και τα σπουδάζει πάνω στη σκηνή.

Υπάρχει πολλή σοφιστική, πολύς Γοργίας, πολύς σχετικοκράτης Πρωταγόρας, πολύς «συμπατριώτης» Εμπεδοκλής στο έργο του Πιραντέλο, αλλά όχι με την έννοια που του δίνουν οι θεωρητικοί του πιραντελισμού. Δεν είναι ιδεολογήματα φορετά στο θέατρο· είναι διαπιστώσεις που πηγάζουν από τα πράγματα, θα έλεγα ότι ο Πιραντέλο είναι γοργίειος χωρίς τον Γοργία, με την έννοια ότι κι αν δεν τον ήξερε, θα τον εφεύρισκε. Με τους σχετικοκράτες έχει απλώς την ίδια ματιά, δηλαδή βλέπει ταυτόχρονα από πολλές μεριές.

Στο θέατρο Τόπος Αλλού ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε μια έκπληξη, γόνιμη και θεμιτή. Ο σκηνοθέτης Νίκος Καμτσής, με γερό μαθηματικό βιογραφικό, παρεμβαίνει στο κείμενο του Πιραντέλο με ένα πρόσωπο της διανομής που παίρνει τη θέση σχολιαστή με έξοχες αναφορές στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν (η οποία έχει διατυπωθεί την εποχή που γράφεται το «Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε»).

Ενα έξοχο και έγκυρο σχόλιο στο έργο του Πιραντέλο. Και μόνο γι’ αυτό η παράσταση του Καμτσή πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως από το προβληματισμένο κοινό.

Συνδυάζει τον στοχαστή Πιραντέλο με τον θεατράνθρωπο. Ο Καμτσής έχει μεταφράσει έξοχα το έργο και η Μίκα Πανάγου έχει δημιουργήσει μια έξοχη αισθητική ακροβασία στη σκηνογραφία και στα κοστούμια. Ωραία και η μουσική του Χρήστου Ξενάκη. Η Μάνια Παπαδημητρίου είναι απλώς συνταρακτική στη λιτότητά της. Ο Γιάννης Λασπιάς (κυρίως ως σχολιαστής) ουσιαστικός και είρων. Ο Νίκος Καραστέργιος, η Αντα Κουγιά, η Λαμπρινή Θάνου, η Ασημένια Παπαδοπούλου, η Βίκυ Αθανασίου, ο Δημήτρης Νικολόπουλος, ο Πασχάλης Μερμηγκάκης υπάκουσαν στη ρεαλιστικά λοξή διδασκαλία.

Επαινετή η από βίντεο συμμετοχή Καφετζόπουλου και Σκουρολιάκου.