Υποδύεται έναν νέο άνθρωπο με όνειρα και σπουδές που λόγω των κοινωνικών συνθηκών δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το επάγγελμα που διάλεξε. Οταν ξαφνικά ερωτεύεται, μέσα του μπαίνει το δίλημμα έρωτας ή καριέρα, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν και τα δύο ταυτόχρονα. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ακροβατώντας μεταξύ συναισθήματος και λογικής, κυνισμού και ρομαντισμού ενσαρκώνει τον ρόλο του Γιανγκ Σου στην παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν». Η καλλιτεχνική εταιρεία Μυθωδία παρουσιάζει το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο Θέατρο Θησείον σε μετάφραση και σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Πρωταγωνιστούν επίσης μεταξύ άλλων οι Πέγκυ Τρικαλιώτη, Λήδα Πρωτοψάλτη, Γεράσιμος Σκαφίδας.
Κεντρικό πρόσωπο της παράστασης είναι η Σεν Τε, μια γυναίκα από την επαρχία Σετσουάν της Κίνας, την οποία αναγνωρίζουν ως τον μοναδικό καλό άνθρωπο στον κόσμο οι τρεις θεοί που έχουν έρθει στη Γη. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι οξύμωρος, αφού η ίδια είναι πόρνη, αλλά αποτελεί κι αυτός κομμάτι του παιχνιδιού με τα στερεότυπα που στήνει ο Μπρεχτ στο έργο. «Ο Μπρεχτ χειρίζεται τα στερεότυπα για μια άμεση συνεννόηση, σχολιάζοντάς τα σαν καλό πειραχτήρι στο σχολείο. Η παράσταση παίζει μ’ αυτό που επίσης το ακολουθεί. Αλλά επειδή εδώ όλα αυτά τα παίζουν ζωντανοί ηθοποιοί μπροστά σας, είναι φυσικό να γίνονται ζωή και να μην παραμένουν απλά στερεότυπα ή τσιτάτα που διαβάζουμε σε χαρτιά και τοίχους. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη δεν είναι μια πόρνη, είναι ένα κορίτσι που αναγκάζεται να πουλήσει ό,τι έχει διαθέσιμο για να μην πεθάνει της πείνας. Κι αυτό είναι το κορμί της. Αλλά ακόμα κι αυτό όταν το διαβάζει ο αναγνώστης φαίνεται πολύ πιο “στερεότυπο” απ’ ό,τι στ’ αλήθεια είναι. Στη ζωή συμβαίνει. Η παράσταση μας βοηθάει να το δούμε αυτό, ακόμα και να ταυτιστούμε, να το ζήσουμε με έναν τρόπο» τονίζει ο πρωταγωνιστής.
Ενα από τα συστατικά της δύσκολης πλοκής του έργου, είναι φυσικά και ο έρωτας, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια σαρωτική δύναμη που υπερβαίνει τη λογική της ηρωίδας, αλλά κι ως ένας παράγοντας που μπορεί να την σώσει. «Ισως ο έρωτας τα κάνει όλα αυτά και άλλα πολλά αν του το επιτρέψεις. Αν μπορείς να μην εμποδίσεις την ορμή του ποταμού, αν το φράγμα στο τέλος του γκρεμού δεν είναι τόσο δυνατό και σπάσει δημιουργώντας έναν ορμητικό καταρράκτη. Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα. Ολα αυτά είναι προσωπικά για τον καθένα, υποκειμενικές έννοιες που όταν ταυτίζονται με την υποκειμενικότητα των εννοιών κάποιου άλλου, τότε μιλάμε για το ευτυχέστερο ίσως, ένα από τα πιο ζωογόνα και δυνατά συναισθήματα των έμβιων όντων» σχολιάζει ο ηθοποιός.
Οδεύοντας προς την αυλαία, η παράσταση αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από ένα ηθικό πρόβλημα, το οποίο τελικά δίνει τροφή για σκέψη σε όλους: αν μπορεί τελικά ένας καλός άνθρωπος να επιβιώσει σε μια κοινωνία διεφθαρμένων. «Ο καθένας μας κάνει την προσπάθειά του καθημερινά γι’ αυτό. Το δεδομένο είναι ότι υπάρχει πολλή διαφθορά γύρω μας. Πολλοί άνθρωποι πατούν επί πτωμάτων για το συμφέρον και το κέρδος τους. Κάποιοι λένε ότι αναγκαστικά πρέπει να σκληρύνεις μέσα και έξω σου για να επιβιώσεις σ’ αυτήν την κοινωνία. Δεν το πιστεύω. Καλό είναι να έχεις φίλτρα και άμυνες αλλά μόνο απέναντι στην τοξικότητα. Να αντιστέκεσαι και να κοιτάς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Να βρίσκεις το κουράγιο να πολεμάς τη διαφθορά, την κακία, την αλητεία εις βάρος ακόμα και των γύρω σου. Δυνατών και αδυνάτων. Από την άλλη πλευρά στην ίδια αυτή κοινωνία υπάρχει και το άλλο. Η καλοσύνη, η αγάπη, η αλληλεγγύη, το καλό. Είναι θέμα επιλογής να το κοιτάξεις, να το επιβραβεύσεις και να το υιοθετήσεις. Να πολεμήσεις ακόμα γι αυτό» καταλήγει ο Ασπιώτης.