Πριν από μερικά χρόνια μια συνάντηση του ηγέτη της ιταλικής Λέγκας Ματέο Σαλβίνι με τον πρόεδρο του πολωνικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη Γιαρόσουαβ Κατσίνσκι δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μία από τις συνηθισμένες απόπειρες λαϊκιστών πολιτικών να ξεφύγουν από το περιθώριο στις χώρες τους, «στήνοντας» ένα σκηνικό διεθνούς συνεργασίας με ελάχιστες προοπτικές πραγματικού επηρεασμού της πολιτικής κατάστασης στην ΕΕ. Στη σημερινή Ευρώπη όμως οι παλιές βεβαιότητες και κανονικότητες αποτελούν πια μακρινή ανάμνηση.
Η συνάντηση στη Βαρσοβία του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης Σαλβίνι με τον πρόεδρο του κυβερνώντος κόμματος της Πολωνίας Κατσίνσκι δεν ήταν μια σύναξη λαϊκιστών, αλλά μια υψηλού επιπέδου διπλωματική συνάντηση μεταξύ των ντε φάκτο ηγετών τού (μετα-Brexit) τρίτου και πέμπτου μεγαλύτερου κράτους – μέλους της ΕΕ. Οι δε δηλώσεις του Σαλβίνι περί «αναμόρφωσης της ΕΕ» και δημιουργίας ενός «ιταλο-πολωνικού άξονα ενάντια στον γαλλο-γερμανικό» δεν είναι πια πομπώδεις διακηρύξεις κάποιου γραφικού ακραίου, αλλά σημαντικές ανακοινώσεις προγραμματικού χαρακτήρα που αναδεικνύουν το μέγεθος των προκλήσεων που η ΕΕ θα κληθεί να αντιμετωπίσει μετά τις Ευρωεκλογές του Μαΐου.
Η συνάντηση Σαλβίνι – Κατσίνσκι αποτελεί μια υπενθύμιση ότι το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, στις οποίες τα εθνικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα είναι παντελώς απίθανο να πάρουν τον έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου όσο και αν ενισχυθούν, δεν θα είναι σε τελική ανάλυση η κρίσιμη παράμετρος των μελλοντικών εξελίξεων. Οι επικεφαλής των οργάνων της Ενωσης για την πενταετία 2019-2024 θα επιλεγούν από τη σύνοδο των εθνικών κυβερνήσεων.
Ο Σαλβίνι και ο Κατσίνσκι, υπό την υψηλή εποπτεία του Βίκτορ Ορμπαν, θα έχουν λόγο για το ποιος θα αναλάβει πρόεδρος της Κομισιόν και ποιος επικεφαλής της Ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, θα διορίσουν τους Επιτρόπους των χωρών τους, θα επηρεάσουν την ατζέντα των επόμενων πέντε ετών. Απέναντί τους θα βρίσκονται η υπό αποχώρηση Ανγκελα Μέρκελ και ο τραυματισμένος από τα Κίτρινα Γιλέκα Εμανουέλ Μακρόν, ενώ άγνωστο είναι αν θα αντέξει μέχρι το καλοκαίρι ο ηγούμενος κυβέρνησης μειοψηφίας στη Μαδρίτη Πέδρο Σάντσεθ.
Στη μετα-κρισιακή ΕΕ η πολιτική δυναμική έχει περάσει πια σε ένα είδος ιδεολογικού διακυβερνητισμού, όπου τα ρήγματα Βορρά – Νότου και Ανατολής – Δύσης που άφησαν πίσω τους οι κρίσεις του ευρώ και της μετανάστευσης διαπλέκονται με τις κομματικές στρατηγικές πολιτικών που έχουν την ικανότητα να διατυπώνουν εθνικές θέσεις με όρους ιδεολογικής ατζέντας. Κατά παράδοξο τρόπο, είναι οι αποκαλούμενοι «εθνικιστές» αυτοί που μέχρι στιγμής κινούνται πιο αποτελεσματικά σε αυτό το μεταίχμιο μεταξύ διακρατικής διπλωματίας και διεθνικής κομματικής πολιτικής. Εν τω μεταξύ, ακόμα αναμένουμε να γίνουν πράξη οι φιλόδοξες διακηρύξεις Μακρόν για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού En Marche.
Μέχρι πρόσφατα, ο φόβος των ευρωπαϊκών ελίτ ήταν ότι λαϊκιστές και εθνικιστές αποσκοπούν να διαλύσουν την ΕΕ. Σιγά σιγά όμως αναδύεται μία ακόμα τρομακτικότερη προοπτική: ότι πραγματικός τους στόχος είναι να την ελέγξουν.
Ο δρ Αγγελος Χρυσόγελος είναι ερευνητής στο Weatherhead Center for International Affairs του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ