Θα μπορούσε να σταθεί κανείς στον Τσέχοφ και τον Ντοστογέφσκι που κλείνει μέσα της η «Αγρια αχλαδιά» του τούρκου σκηνοθέτη Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Ή στον μακρινό απόηχο του Θόδωρου Αγγελόπουλου: τα φώτα ενός λεωφορείου μέσα στο χιονισμένο τοπίο, η κάθοδος των τριών στον χωματόδρομο σε ένα μακρόσυρτο πλάνο. Θα μπορούσε να σταθεί στον διάλογο του πρωταγωνιστή Σινάν και της παλιάς του φίλης Χετισέ, που αποκηρύσσει το μετεφηβικό της όνειρο για να παραδοθεί στα πλούτη του γαμπρού κοσμηματοποιού (από τις καλύτερες σκηνές μέσα στην ταινία). Ή στην αψιμαχία του επίδοξου συγγραφέα Σινάν με τον «φτασμένο» της περιοχής: εκεί όπου οι φιλοδοξίες, οι μεγάλες προσδοκίες και τα μεγάλα λόγια καταλήγουν προσάναμμα της υπαρξιακής ειρωνείας.

Αλλά είναι η σκηνή με τον δήμαρχο που μπαίνει ξαφνικά στον μεγεθυντικό φακό της επικαιρότητας. Ο Σινάν κάθεται μπροστά του με τις «δάφνες» του πτυχιούχου και τον παρακολουθεί να διαβάζει το χειρόγραφο της «Αγριας αχλαδιάς», για το οποίο ψάχνει χρηματοδότηση προς έκδοση. Ο δήμαρχος πέφτει απ’ τη μια παρερμηνεία στην άλλη, αλλά νιώθει ότι οφείλει έναν καλό λόγο. «Δεν είναι τουριστικό ανάγνωσμα. Πρόκειται για ελεύθερες σκέψεις μου σχετικά με τον τόπο μας» ακούγεται ο Σινάν. «Ναι, γενικά το λες, είναι γραμμένο σαν μια ιδέα» απαντάει ο δήμαρχος πριν αποκλείσει την πιθανότητα να εκδοθεί το βιβλίο απ’ το δημαρχιακό μπάτζετ. «Δεν είναι καν για την προβολή του Τσανάκαλε».

Ο εκπρόσωπος μιας νέας τάξης μορφωμένων απέναντι στον κοστουμαρισμένο προύχοντα. Η εναλλακτική Τουρκία απέναντι στην κατεστημένη. Ο δρόμος που θα μπορούσε να έχει δοκιμάσει απέναντι στο αδιέξοδο. Δεν υπάρχει ποτέ μία πραγματικότητα και ποτέ μία ενιαία χώρα. Αντιθέτως, είναι οι αντιφάσεις που τη συνέχουν και την ερμηνεύουν. Τα διλήμματα, όμως, παραείναι σημαντικά για να αφορούν μόνο την Τουρκία τον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Και αν ο Τσεϊλάν κερδίζει ένα credit παραπάνω, είναι επειδή κινηματογραφεί τα διλήμματα της εποχής του – όχι απαραίτητα της πατρίδας του. Αρκετές φορές, άλλωστε, μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα η οθόνη έδειχνε Τσανάκαλε, αλλά το μετείκασμα ελληνική επαρχία ή μεσοδυτικές αμερικανικές πολιτείες.

Το πιο συχνό σχόλιο εις βάρος του Σινάν – είτε από την οικογένεια είτε από τους παλιούς του φίλους – είναι ότι μεγαλοπιάστηκε και τους κοιτάζει αφ’ υψηλού. Οι μεροκαματιάρηδες και οι άνεργοι της περιοχής βλέπουν στο πρόσωπό του μια αδιευκρίνιστη απειλή. Οπως ακριβώς την περιγράφει ο Paul Collier στο πρόσφατο «The future of capitalism» (Allen Lane), όπου ανατέμνει τις μεγάλες συγκρούσεις των μοντέρνων καιρών. «Οι νέοι πετυχημένοι δεν είναι ούτε καπιταλιστές ούτε συνηθισμένοι εργάτες: είναι οι μορφωμένοι νέας κοπής με καινούργιες ικανότητες. Διαμορφώνονται ως μια νέα τάξη, γνωρίζονται εντός του πανεπιστημίου και αναπτύσσουν μια κοινή ταυτότητα με αυτοπεποίθηση ακριβώς χάρη στις ικανότητές τους». Στον αντίποδα, άλλοι νέοι στην ταινία γίνονται ιμάμηδες για να βγάζουν προς το ζην και αναπόφευκτα υιοθετούν τον δογματικό λόγο της πίστης. «Εχεις ακούσει που λένε ότι αν το Ισλάμ είναι εκτός της αλήθειας, εγώ είμαι με το Ισλάμ;» ρωτάνε κάποια στιγμή τον Σινάν, ο οποίος επιμένει να μην προδώσει τις φιλοδοξίες του (ενώ κινείται ανάμεσα σε πλάνα με αφίσες του Καμί, του Κάφκα και της Βιρτζίνια Γουλφ).

Η παραμελημένη ύπαιθρος του Τσεϊλάν, μακριά από τη «μητρόπολη» (άλλη μια διάκριση που τονίζει ο Collier), δεν περιορίζεται στην Τουρκία, όπως επιβάλλει δικαίως η κινηματογραφική ψευδαίσθηση. Βρίσκεται έξω από το Παρίσι, στο Ντιτρόιτ, πέριξ της Καλιφόρνιας και στην Κίνα.