Ο 27χρονος Αλέξανδρος, που τον φωνάζουν Αλεξ, είναι ο γιος παιδικού μου φίλου. Ενας παλίκαρος πάνω από 1,90 ύψος. Οι γονείς του, «παιδιά» της δεκαετίας του 1980, τον μεγάλωσαν με το ελεύθερο και εξωστρεφές πνεύμα της εποχής τους. Χωρίς ιδεοληψίες, χωρίς προκαταλήψεις του παρελθόντος, χωρίς κλισέ. Πήγε σε ξενόγλωσσο σχολείο και συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ, στη Βοστώνη συγκεκριμένα, όπου πήρε τα πτυχία του με σημαντικές διακρίσεις. Με δυο λόγια, είναι ένας κοσμοπολίτης, με την έννοια του πολίτη του κόσμου, που ακούει ξένη μουσική, ενημερώνεται από ξένα σάιτς και έντυπα και έχει ελάχιστη έως καθόλου σχέση με την ελληνική παράδοση. Πριν ξεκινήσει την καριέρα του στο εξωτερικό όμως έπρεπε να κάνει εδώ τη στρατιωτική του θητεία. Λόγω της σωματικής του διάπλασης του προτάθηκε, αν βέβαια ήθελε, να υπηρετήσει στην Προεδρική Φρουρά, δηλαδή στους ευζώνους. Δέχθηκε και πριν καλά καλά συμπληρώσει την αίτηση, το είχε μετανιώσει. «Εγώ τσολιάς; Δεν είμαι με τα καλά μου. Ρεζίλι θα γίνω στους φίλους μου» έλεγε.
Σήμερα, λίγους μήνες μετά, παρακαλά να διαρκέσει αυτή η θητεία όσο περισσότερο γίνεται. Ενας νέος άντρας που τη λέξη «πατρίδα» την έλεγε μόνο σε σχολικά ποιήματα είναι συνεπαρμένος από τα τελετουργικά και τους συμβολισμούς του Σώματος Ευζώνων που φέτος συμπλήρωσε 150 χρόνια. Κι ας κάνει δύο, περίπου, ώρες να φορέσει την περίπλοκη στολή του. Κι ας ζυγίζει το κάθε τσαρούχι του πάνω από τρία κιλά. Κι ας πρέπει να στέκεται επί ώρες – με βροχή, με κρύο, με καύσωνα – ως στρατιωτάκι αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο μπροστά στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Σχεδιάζοντας το μέλλον του μετά τον Στρατό – με επαγγελματικά ρίσκα και μεγάλα ταξίδια – θεωρεί ότι λίγες εμπειρίες από αυτές που τον περιμένουν θα μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή του ως ευζώνου. Και έχει συμπαρασύρει σε αυτόν τον ενθουσιασμό και τους «πρώην χίπις» φίλους των γονιών του.
Η κουβέντα με και για τον Αλέξανδρο έγινε λίγες ημέρες πριν κυκλοφορήσουν οι φωτογραφίες του παππού και της γιαγιάς που πήραν τις καρεκλίτσες τους και κάθισαν απέναντι από το μνημείο για να κάνουν, πρωτοχρονιάτικα, παρέα στον εύζωνο εγγονό τους. Και λίγο περισσότερες πριν ένας δάσκαλος ποδοπατήσει με μανία το στεφάνι που κατέθεσε εκεί η Μέρκελ. Οι πολλές όψεις μιας χώρας που κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο τους συμβολισμούς της, αλλά, κυρίως, τη συναίσθηση του πόσο ανάγκη τούς έχει.
Δεν επιτρέπονται οι (γευστικές) αναμνήσεις
Το είπε και το έγραψε φίλος που ανήκει στη συμπαθή, αλλά κάπως αφηρημένη επαγγελματική τάξη των γευσιγνωστών – ευτυχώς γίνονται όλο και περισσότεροι οι συνεπείς και σημαντικοί επαγγελματίες αυτού του κλάδου. Δοκίμασε, λέει, ένα συγκλονιστικό κοκορέτσι καλαμάρι. Δεν τόλμησα να ρωτήσω τι ακριβώς περιείχε. Αλλωστε δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε. Περισσότερο ήθελα να μάθω τι μπορούσε να εννοεί με αυτόν τον όρο. Ναι εντάξει, θα πεταχτούν τώρα οι by the book και θα πουν ότι, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, η λέξη είναι αλβανικής προέλευσης και σημαίνει μείγμα, άρα οποιοδήποτε μείγμα μπορεί να θεωρηθεί κοκορέτσι, γιατί όχι και από καλαμάρια ή άλλα θαλασσινά.
Το κοκορέτσι όμως σηματοδοτεί κάτι πολύ συγκεκριμένο στη γευστική μας κουλτούρα. Η ετυμολογία, βλέπετε, ακόμη δεν τρώγεται. Και αυτά τα «δάνεια» που χρησιμοποιούν κάποιοι σύγχρονοι σεφ μού φαίνεται σαν μια προσπάθεια να κάνουν πιο φιλικούς στο κοινό διάφορους πειραματισμούς. Από τη μία δηλαδή ποντάρουμε στη γευστική νοσταλγία και, από την άλλη, έχουμε εξοστρακίσει από τα σύγχρονα εστιατόρια τους θησαυρούς της. Υπάρχουν νέα παιδιά που δεν έχουν φάει ποτέ κοτόπουλο μιλανέζα. Που δεν ξέρουν τι είναι η αθηναϊκή μαγιονέζα. Αν δεν τα μαγείρευε η μητέρα τους, αν δεν πρόλαβαν τη γιαγιά τους (ή αν έχει «εκμοντερνιστεί» κι αυτή) πού να τα φάνε;
Για όσους λοιπόν θέλουν να θυμηθούν το κοτόπουλο μιλανέζα, σερβίρουν ακόμη ο Βλάσσης στη Μιχαλακοπούλου, ο Φιλίππου στην Ξενοκράτους στο Κολωνάκι, ο Μαγεμένος Αυλός στην Πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι (πιθανότατα και κάποια άλλα που δεν γνωρίζω όμως). Και για αθηναϊκή μαγιονέζα στου Γαρμπή στο Καβούρι και στου Λάκη στην Πλατεία Βικτωρίας. (Ο Λάκης είναι ένα παλιακό ουζερί που δεν το πιάνει το μάτι σου, σερβίρει όμως φρεσκότατο ψάρι σε πολύ καλές τιμές).
Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί
Αν δεν έχετε τι να κάνετε με τα παιδιά σας την επόμενη Κυριακή 20 Ιανουαρίου, αν θεωρείτε ότι η Τέχνη κάνει, αν μη τι άλλο, πιο ουσιαστική τη ζωή μικρών και μεγάλων, μπορείτε να τα πάτε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίου. Εκεί, από τις έντεκα το πρωί έως τις δύο το μεσημέρι, θα πάρουν μία πρώτη ιδέα, μέσα από διάφορα προγράμματα και δημιουργικές δραστηριότητες, στον συναρπαστικό κόσμο της Ιστορίας της Τέχνης. Η είσοδος είναι ελεύθερη αλλά θα πρέπει πρώτα, αφού ενημερωθείτε για τις διάφορες δράσεις, να κλείσετε τηλεφωνικά τις θέσεις σας.
Κωνσταντίνος Πίττας, Φωτογράφος
Τι μου αρέσει στην Αθήνα
Δύο νέα παιδιά, ένα ωραίο μαγαζάκι στη Βεΐκου στο Κουκάκι. Ανοιξαν πρόσφατα κι αυτό που με συγκίνησε είναι το πόσο προσεγμένο και καθαρό μαγαζί έφτιαξαν. Ξοδεύοντας χρήματα που, υποθέτω, δεν τους περίσσευαν, έβαλαν αρχιτέκτονα να το κάνει «ντιζαϊνάτο». Τυλιχτά σουβλάκια πουλάνε, εξαιρετικά και πεντακάθαρα. Παιδιά της εργασίας, που την είδαν και λίγο «σεφ». Κι όλο αυτό αποπνέει έναν καινούργιο αέρα, μια δημιουργικότητα που έρχεται από «καθημερινούς» ανθρώπους, που δεν γύρισαν τον κόσμο για ν’ αντιγράψουν ιδέες. Το Κουκάκι, που το ξέρω αρκετά, είναι γεμάτο από τέτοιες περιπτώσεις. Πίσω από καθεμία από αυτές άνθρωποι που έπρεπε να ζήσουν – δεν είναι όλοι κρατικοδίαιτοι -, που χωρίς σπουδές ή κεφάλαια έπεσαν στη μικρή επιχειρηματικότητα την οποία περιφρονούν μερικοί. Ο αγώνας για την επιβίωση μπορεί να είναι και δημιουργικός. Να κάνεις ένα καλό σουβλάκι, έστω, δεν είναι μικρό πράγμα.