Παρακολούθησε την παραγωγή πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα «από μέσα» έχοντας ταυτόχρονα το προνόμιο του εξωτερικού παρατηρητή. Αλλά πολύ συχνά κλήθηκε να συμβάλει στην προβολή της στην πατρίδα του Γαλλία και στην Ιταλία. Από σήμερα, ωστόσο, ο Ολιβιέ Ντεκότ αφήνει τις προηγούμενες ιδιότητές του και ετοιμάζεται για την επόμενη, η οποία, τηρουμένων των αναλογίων, περιβάλλεται με το μεγαλύτερο κύρος και παρουσιάζει τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Ο πρώην διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας (2011-2015), επί επτά μήνες διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη (2016) και ειδικός σύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού (από τον Οκτώβριο του 2016 έως πρότινος), επελέγη σε διεθνή διαγωνισμό για τη θέση του γενικού διευθυντή στο Φεστιβάλ Ροσίνι του Πέζαρο της Ιταλίας. Πρόκειται για τον θεσμό που ξεκίνησε το 1980 στη γενέτειρα του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη, με σκοπό να παρουσιάσει στο ευρύτερο κοινό τα λιγότερο γνωστά έργα του, και κατέληξε μία από τις σημαντικότερες διοργανώσεις όπερας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οπως περιγράφει ο Ολιβιέ Ντεκότ στο «Νσυν», η συγκυρία της επιλογής του ταυτίζεται με την ανάγκη μεγαλύτερης εξωστρέφειας και «διεθνοποίησης» του φεστιβάλ, με δεδομένο μάλιστα ότι «το 70% των θεατών προέρχεται από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Γαλλία, τη Γερμανία κ.α.».
Τι κρατάει, αλήθεια, από τη θητεία του στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου «επέστρεψε», όπως τονίζει ο ίδιος, στην παράδοση του Ροζέ Μιλιέξ για την προώθηση της ελληνικής κουλτούρας στη Γαλλία – και όχι μόνο το αντίστροφο; «Θα επέλεγα την επιστροφή της Κομεντί Φρανσέζ στην Αθήνα ύστερα από 60 χρόνια (σ.σ.: παράσταση της “Αντιγόνης” του Ανούιγ στο Μέγαρο Μουσικής τον Απρίλιο του 2014), τις δύο Νύχτες Φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο που συγκέντρωσαν πάνω από 3.500 επισκέπτες, το Low Budget Theatre Festival για νέους συγγραφείς και την πρώτη ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα της Αβινιόν το 2014 (σ.σ.: “Νεκρή φύση” του Μανώλη Τσίπου, σε σκηνοθεσία Μισέλ Ρασκίν, “Vitrioli” του Γιάννη Μαυριτσάκη, σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Πι, “Κυκλισμός του τετραγώνου” του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά)».
Από τους πλέον ενδιαφέροντες τομείς της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα θεωρεί τις παραστατικές τέχνες – ειδικά τον χορό και το θέατρο. Γι’ αυτό και στον προσωπικό του απολογισμό – ως ειδικού συμβούλου – συμπεριλαμβάνει τις τρεις διεθνείς πλατφόρμες θεάτρου (Ιούλιος 2017 στο Φεστιβάλ Αθηνών, Μάιος 2018, «Θεατρικά Σταυροδρόμια» τον περασμένο Δεκέμβριο, σε συνεργασία με το ΕΜΚΕΘΙ), ώστε ειδικοί του χώρου από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία να παρακολουθήσουν παραστάσεις στην Ελλάδα. Αυτή την περίοδο, εξάλλου, εξελίσσεται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Return trip», στο πλαίσιο του οποίου το Εθνικό Ιδρυμα Χορού της Ιταλίας – Aterballeto, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το MM Contemporary Dance Company, αναζητούν νέους έλληνες χορευτές. Το πρόγραμμα (εργαστήριο) θα πραγματοποιηθεί με τη στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και τελικός στόχος είναι ένα διεθνές μάθημα σύγχρονου χορού για τρεις εβδομάδες τον Ιούνιο στο Ρέτζιο, με διδάσκοντες τους χορογράφους Μichele Merola, Enrico Morelli, Χρήστο Παπαδόπουλο, Ευριπίδη Λασκαρίδη και Πατρίσια Απέργη. Ο ίδιος ο Ντεκότ, τέλος, επιμελήθηκε μια ανθολογία νέων ελληνικών θεατρικών έργων, η έκδοση της οποίας αναμένεται τον ερχόμενο Μάρτιο από τον ιταλικό οίκο Luca Sossella.
ΤΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ». Η θέση του γενικού διευθυντή σε ένα διεθνές φεστιβάλ είναι ομολογουμένως δελεαστική, αλλά μήπως στην απόφασή του συνέβαλαν και οι συνθήκες εργασίας στο ελληνικό υπουργείο; «Νιώθω ότι έκανα ό,τι έπρεπε και νομίζω ότι ένας κύκλος δύο γεμάτων ετών στο υπουργείο κλείνει στην καλύτερη στιγμή» απαντάει, χωρίς να επιμένει στα πρόσωπα των τριών υπουργών με τους οποίους συνεργάστηκε (Αριστείδης Μπαλτάς, που τον επέλεξε, Λυδία Κονιόρδου, Μυρσίνη Ζορμπά). Δεν μπορεί πάντως να φεύγει χωρίς να έχει πάρει το «μάθημά» του από την Ελλάδα, όπως αρκετοί ευρωπαίοι που προσέγγισαν την ελληνική κρίση με διαφορετικά κάθε φορά φίλτρα: από την απόπειρα «κανονικοποίησης» της χώρας έως τον «εξωτισμό». «Αν συνειδητοποίησα κάτι, είναι ότι χρειάζεται να βρίσκεται κανείς σε συνεχή κινητικότητα, επειδή τα πράγματα δεν λειτουργούν πάντοτε ομαλά μέσα στην ελληνική γραφειοκρατία. Κι εδώ ήταν πολύ κρίσιμη η συνεργασία με τους φορείς που έχουν μια δική τους αυτονομία, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και το Εθνικό Θέατρο. Νομίζω ότι ειδικά η διαχείριση του πολιτισμού είναι ζήτημα εργαλείων που χρησιμοποιεί η κάθε χώρα – δεν θα έλεγα καν ζήτημα προσώπων. Κι ύστερα είναι το ζήτημα της χρηματοδότησης: ναι μεν βρίσκουμε κάποτε χρήματα, αλλά δεν είναι κάτι δεδομένο. Γι’ αυτό κι εγώ θα πρότεινα να υπάρχει ένας σταθερός κωδικός για να μπορούν να δουλέψουν οι ιδιώτες απ’ το εξωτερικό, να ξέρουν τι να περιμένουν. Ελπίζω ότι στο μέλλον αυτό θα γίνει κανονικότητα και δεν θα μείνει εξαίρεση. Το βασικό συμπέρασμα είναι η ασυνέπεια μεταξύ της ζωντάνιας που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική ζωή στην Ελλάδα και του τρόπου που μπορεί να προωθηθεί η εξωστρέφειά της».