Αντιγράφω από το Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη: «ευφημισμός / εγκώμιο, έπαινος / ονομασία κακού ή δυσάρεστου με εύφημη λέξη, με καλό λόγο». Θεωρώ απαραίτητη την προσφυγή στις πηγές προκειμένου να αποσαφηνίσουμε (και να συμφωνήσουμε) για ποιο πράγμα ακριβώς μιλάμε. Εχω επαναλάβει πολλές φορές από αυτή τη στήλη, σε σημείο ίσως κουραστικό, ότι η τακτική «άλλα λέμε, άλλα κάνουμε», καθώς και η ομογάλακτή της «άλλα λέμε, άλλα εννοούμε» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και στη δικαίωση των εχθρών του, τόσο εκ δεξιών όσο κι εξ ευωνύμων. Εχει εξαιρετική σημασία λοιπόν εάν μια κομβική λέξη για τα κοινοβουλευτικά μας ήθη, όπως την «εμπιστοσύνη», την εννοούμε ως κυριολεξία ή την εννοούμε ως ευφημισμό.
Χάριν της οικονομίας της συζήτησης, θα σας καλέσω ν’ αφήσουμε κατά μέρος τη συνωμοσιολογία των ημερών, περί δωροδοκιών, ανταλλαγμάτων και δεν συμμαζεύεται, όχι επειδή υποχρεωτικά δεν έχει βάση (η διαχρονική σαγήνη, άλλωστε, των θεωριών συνωμοσίας εκεί έγκειται, στο γεγονός πως, όσο δεν μπορείς ν’ αποδείξεις ότι ισχύουν, άλλο τόσο δεν μπορείς ν’ αποδείξεις και ότι δεν ισχύουν), αλλά επειδή δεν θέλω να ρίχνω λάσπη στον ανεμιστήρα δίχως τεκμήρια (το δοκίμασαν ορισμένοι στο δικό μου πετσί παλαιότερα και δεν μου άρεσε, να σας πω τη μαύρη αλήθεια) κι επειδή επιθυμώ ν’ αποφύγουμε επίσης την ολισθηρή πνευματική οκνηρία στην οποία μας βυθίζει αυτή καθαυτή η συνωμοσιολογία: εάν «όλοι είναι σάπιοι» και «όλοι τα παίρνουν», καλύτερα να το κλείσουμε το μαγαζί και να πάμε να χτυπήσουμε το κουδούνι των νεοναζιστών. Δεν υπάρχει λόγος να υπερασπίζεσαι ένα πολίτευμα που θεωρείς σαθρό εκ θεμελίων. Οχι. Με κίνδυνο να φανώ ανεπίτρεπτα αφελής, θα δεχτώ ως υπόθεση εργασίας ότι κανένας δεν εξαγοράζεται και, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ζητάει «ψήφο εμπιστοσύνης», καθένας από τους τριακόσιους κρίνει ή δεν κρίνει – χωρίς πειρασμούς και αντιπερισπασμούς – κατά πόσον αξίζει να του την δώσει. Τόσο αμερόληπτα θα κάνουμε την κουβέντα. Σχεδόν σε ιδανικές συνθήκες εργαστηρίου.
Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές (αλλά όχι και τη Δεδηλωμένη) τον Ιανουάριο του 2015 μ’ ένα φρεσκοδιατυπωμένο προεκλογικό πρόγραμμα (μόλις τέσσερις μήνες νωρίτερα στη Θεσσαλονίκη), από το οποίο μετεκλογικά δεν κράτησε ούτε τα σημεία στίξεως. Εδώ δεν μιλάμε για μη τήρηση των προεκλογικών υποσχέσεων στο σύνολό τους (κάτι σύνηθες στο παρελθόν). Εδώ μιλάμε για αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων στο σύνολό τους (ολυμπιακή επίδοση θράσους που αφήνει πίσω του και καταϊδρωμένο κάθε μελλοντικό διεκδικητή). Πάμε παρακάτω. Ο Αλέξης Τσίπρας εξασφάλισε τη Δεδηλωμένη με τη σύμπραξη των ακροδεξιών ΑΝΕΛ. Ερώτηση: χωρίς τους ΑΝΕΛ, ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση; Θα μπορούσε, εάν συνέπραττε με Το Ποτάμι ή με το τότε ΠΑΣΟΚ – αυτούς που σήμερα διατείνεται ότι θεωρεί φυσικούς του συμμάχους. Τότε, όμως, τους προτιμούσε ψητούς στα κάρβουνα. Τότε τα έντυπά του λοιδορούσαν και συκοφαντούσαν καθημερινά κάποιους όψιμους σήμερα συνοδοιπόρους του, όπως τον Νίκο Μπίστη, ενώ για κάποιους άλλους, όπως τον Νίκο Μαραντζίδη, υπήρξαν απτές συνέπειες και στη σωματική τους ακεραιότητα. Θα μου πείτε: αφού οι ίδιοι οι παθόντες προτιμούν να τα ξεχάσουν, εσύ γιατί επιμένεις να τα θυμάσαι; Σωστό κι αυτό. Συνοψίζω: οι ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση δεν ήταν ούτε μονόδρομος, ούτε ατύχημα· ήταν επιλογή. Χωρίς τους ΑΝΕΛ – παρά τα κροκοδείλια δάκρυα του Πάνου Καμμένου – η συμφωνία των Πρεσπών δεν θα είχε υπογραφεί. Δίνεις ψήφο εμπιστοσύνης σ’ έναν άνθρωπο που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ αναξιοπιστίας; Ασφαλώς και δίνεις. Οταν εκλαμβάνεις την εμπιστοσύνη ως ευφημισμό. Ως ξόρκι.