Η ώρα της κρίσης για την ενδιάμεση συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ έχει φτάσει. Μετά την αναβολή της ψηφοφορίας τον Δεκέμβριο το βρετανικό Κοινοβούλιο καλείται να υιοθετήσει ή να απορρίψει την ενδιάμεση συμφωνία.
Αν και στην πολιτική οι προβλέψεις είναι πάντοτε παρακινδυνευμένες, η υπερψήφιση της συμφωνίας είναι πολύ δύσκολη, αν όχι απίθανη. Κι αυτό διότι η πρωθυπουργός Μέι δεν κατόρθωσε να κερδίσει καμία ουσιαστική αλλαγή της συμφωνίας κατά τη διάρκεια του τελευταίου κύκλου επαφών με την ΕΕ. Η χθεσινή επιστολή των Γιούνκερ και Τουσκ περιέχει διευκρινίσεις, αλλά δεν φαίνεται να είναι αρκετή να μεταπείσει ικανό αριθμό βουλευτών για να στηρίξουν την πρωθυπουργό. Με τους περισσότερους Εργατικούς και τα κόμματα της αντιπολίτευσης σταθερά απέναντί της, η πρωθυπουργός προσπαθεί τις τελευταίες ημέρες να αυξήσει την πίεση στη δεξιά πτέρυγα του κόμματός της, τους ιδεολόγους της άτακτης εξόδου, λέγοντας πλέον ανοιχτά ότι τυχόν απόρριψη της συμφωνίας μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή του Brexit. Κάποιοι από τους συντηρητικούς θιασώτες του Brexit έχουν δηλώσει ότι θα στηρίξουν τη συμφωνία, αλλά οι βασικοί πρωταγωνιστές παραμένουν ανένδοτοι. Την ίδια ανυποχώρητη στάση διατηρούν και οι βουλευτές του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας, στις ψήφους των οποίων βασίζεται η «δεδηλωμένη» της κυβέρνησης. Για την ακρίβεια, οι βορειοϊρλανδοί κυβερνητικοί εταίροι έχουν προειδοποιήσει ότι αν υπερψηφιστεί η συμφωνία, θα αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση.
Σε περίπτωση απόρριψης της συμφωνίας αναμένονται ραγδαίες εξελίξεις. Για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανή η πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης από τους Εργατικούς και η διενέργεια πρόωρων εκλογών. Ανεξαρτήτως της έκβασης μιας τέτοιας πρότασης, το ζήτημα του τι μέλλει γενέσθαι με το Brexit θα παραμείνει ανοιχτό, με ελάχιστο χρόνο να βρεθεί λύση. Γι’ αυτόν τον λόγο πιστεύω ότι το επικρατέστερο σενάριο σε αυτήν τη φάση είναι η Βρετανία να ζητήσει παράταση του χρόνου των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Αν και η παράταση χρειάζεται τη συμφωνία των υπόλοιπων κρατών – μελών, φαίνεται ότι οι ευρωπαίοι εταίροι είναι διατεθειμένοι να διευκολύνουν την κατάσταση. Ακόμη και σε περίπτωση που δεν υπάρξει ομοφωνία ανάμεσα στα κράτη – μέλη, η Βρετανία μπορεί μονομερώς να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης από την ΕΕ για να αποφύγει την άτακτη έξοδο.
Μολονότι η βρετανική νομοθεσία αναφέρει την 29η Μαρτίου 2019 ως την ημέρα αποχώρησης από την ΕΕ, η ίδια νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα αλλαγής της ημερομηνίας μόνο με υπουργική πράξη.
Ο δρ Αρης Γεωργόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Δημόσιου και Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ