Τα τελευταία εννέα χρόνια ζούμε σε συνθήκες πολιτικής απαξίωσης. Οι πολίτες παρακολουθούν κάποιους να αλλάζουν απόψεις, θέσεις, συμμαχίες και κόμματα πιο συχνά και απ’ ό,τι αλλάζουν τις κάλτσες τους. Πολιτικοί που ορκίζονταν ότι η ΠΓΔΜ είναι βαρντάσκα, αναγνωρίζουν τη συμφωνία των Πρεσπών ως θετική, πολιτικοί που χαρακτήριζαν Δ’ Ράιχ την κυρία Μέρκελ, την καλωσορίζουν με χαρά και παρουσιάζουν τη μετάλλαξή τους ως φυσική διαδικασία από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Για αυτούς είναι αυτονόητο ότι άλλα λες ως αντιπολίτευση και άλλα ως κυβέρνηση. Τέτοιο πολιτικό, αξιακό, ιδεολογικό, ηθικό πλεονέκτημα. Οσα, δε, ζούμε τις τελευταίες ημέρες με το λευκό διαζύγιο Τσίπρα – Καμμένου, με το οποίο διασφαλίζονται και η πρωθυπουργική καρέκλα του κ. Τσίπρα και τα κοινοβουλευτικά προνόμια του κ. Καμμένου, είναι μια ακόμα παράσταση στην ιλαροτραγωδία με τίτλο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σε αυτό το επεισόδιο αποχωρεί ο Πάνος Καμμένος αλλά παραμένουν στην κυβέρνηση όσοι βουλευτές τοποθέτησε στην υπουργική καρέκλα.
Οσοι έχτισαν καριέρες με διχασμούς, καταγγελίες δωροδοκιών από το Facebook, go back madame Merkel, σκισίματα Μνημονίων σήμερα τελειώνουν. Ευτυχώς, το αποκρουστικό αυτό θέαμα, ρίχνει αυλαία σε λίγους μήνες. Σε αυτές τις συνθήκες, η συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία, ειδικά για τη νέα γενιά που θέλει να αλλάξει όσα βλέπει γύρω της, μοιάζει ένα ερώτημα με εύκολη απάντηση. Αλλωστε για ποιες ιδέες, ποιες αξίες, ποια όνειρα να μπει κάποιος σε αυτή την παράσταση;
Η δική μου αίσθηση σήμερα είναι ότι η Ελλάδα σιγοβράζει όχι μόνο από οργή αλλά και προσδοκία και ελπίδα αναγέννησης. Γεννά ιδέες και επινοεί καθημερινά, ως σανίδα επιβίωσης. Στέκεται σε ουρές, κόβει από το οικογενειακό τραπέζι για να πληρώσει τις σπουδές των παιδιών της, χαρίζει τη σύνταξη σε παιδιά και εγγόνια. Ως αντίβαρο στις θυσίες που δεν έχουν τέλος, ζητά ηγεσία για να τινάξει από πάνω της το μαύρο σύννεφο που μεγαλώνει από την τοξική πολιτική του «φύγε εσύ για να έρθω εγώ». Και όσο και να επιμένουν κάποιοι στον μεσσιανισμό, κανένα αφήγημα δεν έχει τύχη, αν δεν δώσει σε όλους το δικαίωμα να είναι μέρος ενός σχεδίου, μέσα από το οποίο θα δουν τη ζωή τους να σταθεροποιείται και να καλυτερεύει, όχι να μαυρίζει και να περιορίζεται. Κάποτε το ιστορικό υποκείμενο ήταν το προλεταριάτο, σήμερα είναι το πρεκαριάτο, η γενιά της κρίσης. Κάποτε το καύσιμο ήταν το κεφάλαιο, σήμερα είναι η εργασία. Κάποτε ήταν η αναδιανομή χρήματος, σήμερα είναι η αναδιανομή ευκαιριών σε κάθε στάδιο συμμετοχής στην κοινωνία και στην αγορά, όχι μόνο στο γκισέ. Κάποτε ήταν η εθνική ομοιογένεια, σήμερα είναι η συνύπαρξη με κοινούς στόχους.
Οσοι από εμάς πιστεύουμε ότι η νέα αλλαγή είναι απαραίτητη, θέλουμε να ρίξουμε τα τείχη της ανισότητας ανάμεσα στις παρηκμασμένες ελίτ και τους πολίτες, με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, να απελευθερώσουμε την παραγωγή πλούτου, με την ένταξη της καινοτομίας σε κάθε οικονομική έκφανση, την αναγέννηση της δημοκρατίας και τη δυνατότητα κάθε ανθρώπου να στηρίξει την οικογένειά του με αξιοπρέπεια.
Το νέο αφήγημα λοιπόν είναι αυθεντικά προοδευτικό γιατί ενώνει αυτούς που μπορούν και δεν έχουν, με αυτούς που έχουν και μπορούν. Μιλά για μια πραγματική κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση. Είναι μια νέα πολιτική οικονομία της αξίας, με αρετή, δηλαδή ισότητα και τόλμη, δηλαδή καινοτομία για όλους. Ενα αφήγημα που μπορεί να το εκφράσει μόνο η παράταξη που ιστορικά το έκανε πράξη. Η δική μας παράταξη, όπως εκφράστηκε από το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όπως εκφράζεται σήμερα με το αίτημα του Κινήματος Αλλαγής για μια νέα μεγάλη ριζοσπαστική αλλαγή. Με επίκεντρο των εξελίξεων την Ελλάδα και τους Ελληνες, όχι την καρέκλα και τη διαχείριση.