«Η αστική κοινωνία στέκεται σε ένα σταυροδρόμι, είτε προς τη μετάβαση στον σοσιαλισμό είτε προς την υπαναχώρηση στη βαρβαρότητα». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ εν έτει 1915, με το ψευδώνυμο Γιούνιους, βασισμένη σε μια φράση του Ενγκελς, εισήγαγε ουσιαστικά την έκφραση «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» στο σύγχρονο πολιτικό λεξιλόγιο, επηρεάζοντας γενιές και γενιές ανθρώπων που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο τους.

Υπήρξε εξέχουσα εκπρόσωπος της δημοκρατικής σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης στην Ευρώπη. Προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις της να εμποδίσει το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν η σημαντικότερη εκπρόσωπος των διεθνικιστικών και αντιμιλιταριστικών θέσεων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας. Χαιρέτισε, γεμάτη ελπίδα, την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, όμως στάθηκε επικριτικά και με καθαρή δημοκρατική συνείδηση απέναντι στις ακρότητες των μπολσεβίκων.

Προς μεγάλη απογοήτευση της Λούξεμπουργκ, αντί να ενωθούν στην αντιπολίτευση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς στήριξαν τις εθνικές κυβερνήσεις τους. «Εργάτες όλου του κόσμου ενώθηκαν στην ειρήνη – όμως στον πόλεμο έκοψαν ο ένας τον λαιμό του άλλου» παρατήρησε με πικρία. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ αντέδρασαν το 1916 ιδρύοντας τους Σπαρτακιστές (που μετεξελίχθηκαν στο γερμανικό ΚΚ), αποχωρώντας από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Στις αρχές του 1919, η Ρόζα συνέβαλε στην οργάνωση ενός κύματος απεργιών και διαμαρτυριών στο Βερολίνο που εξελίχθηκαν σε εξέγερση. Στα μέσα Ιανουαρίου του 1919 πίστευε ότι θα μπορούσε να κρυφθεί στην πόλη καθώς η εξέγερση είχε διαλυθεί από παραστρατιωτικές δυνάμεις που είχε αναπτύξει η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γερμανίας.

Το πρωινό της 15ης Ιανουαρίου, σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια, οι παραστρατιωτικές δυνάμεις Φράικορπς εισέβαλαν στο ξενοδοχείο του Δυτικού Βερολίνου, όπου βρισκόταν με τον Λίμπκνεχτ. Η φιλόσοφος και θεωρητικός του μαρξισμού βασανίστηκε, πυροβολήθηκε στο κεφάλι και λίγο αργότερα έριξαν το πτώμα της από τη γέφυρα του Λίχτενσταϊν στο κανάλι Λάνβερχ. Η σορός τής 47χρονης Ρόζας βρέθηκε μήνες αργότερα, τον Μάιο, όταν ξεβράστηκε στην όχθη. Ηταν η αρχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Για την εποχή της η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε πολλά «μειονεκτήματα» να ξεπεράσει. Γεννήθηκε στο Ζάμοτς, σε κομμάτι της Πολωνίας που τότε ανήκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία και όπου οι Πολωνοί θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια και αυτό την έκανε κοινωνικά ακόμα υποδεέστερη, εκείνη την εποχή. Ηταν και γυναίκα, γεγονός που περιόριζε σημαντικά τις κινήσεις της. Τέλος, γεννήθηκε με πρόβλημα στον γοφό, που χειροτέρεψε λόγω εγχείρησης που δεν πήγε καλά – κάτι που την έκανε να κουτσαίνει σε όλη της τη ζωή. Αναμείχθηκε με την πολιτική γρήγορα και έφυγε για να γλιτώσει στην Ελβετία, όπου και σπούδασε, πριν πάει στη Γερμανία.

Αυτή η πολωνοεβραία αριστερή επαναστάτρια με το προβληματικό περπάτημα δεν επέτρεψε σε τίποτε από αυτά να την εμποδίσει. Η πρώτη της εξέγερση ήταν εναντίον των συνθηκών της ζωής της. Βρήκε μόνη της τη θέση της στον κόσμο. Δεν την ένοιαζε τίποτε από αυτά, επειδή γνώριζε πως η πολιτική αφορά το πώς φτιάχνεις τον κόσμο και όχι το πώς τον βιώνεις.

Η Κόκκινη Ρόζα θεωρούσε τον εαυτό της πολίτη του κόσμου, μια άποψη που δεν έπαψε να εκφράζει. Σε γράμμα προς έναν φίλο της μέσα από τη φυλακή το 1917 ανέφερε: «Αισθάνομαι τόσο κοντά στους εργάτες που δουλεύουν σαν σκλάβοι στις φυτείες του Πουτουμάγιο όσο και στους μαύρους της Αφρικής, με τα σώματα των οποίων παίζουν μπάλα οι Ευρωπαίοι… Δεν έχω καμία γωνιά στην καρδιά μου για τα γκέτο: βρίσκομαι σπίτι μου σε όλο τον κόσμο».

Εμεινε στην Ιστορία ως μία από τις σημαντικές γυναίκες του 20ού αιώνα. Δίδαξε τόσο με τη σκέψη της όσο και με το παράδειγμα της ζωής της. Αλλωστε δεν έπαυε να τονίζει: όπως είχε πει κι ο Λασάλ, η πιο επαναστατική πράξη είναι και θα είναι «να λες δυνατά την αλήθεια».