Ο συγγραφέας Τζέιμς Μπάλντουιν ήταν «ανώμαλος», η Σούσαν Σόνταγκ «ανατρεπτική» και η Χάνα Αρεντ «μια μικροκαμωμένη, στρογγυλή με στενούς ώμους γυναίκα και κούρεμα ναύτη, αρσενική φωνή και υπέροχο μυαλό». Με περιγραφές όπως οι παραπάνω περνούσαν στα αρχεία του FBI ορισμένοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους του 20ού αιώνα. Σαν επικίνδυνοι άνδρες και γυναίκες, δηλαδή, επειδή κατά τον Εντγκαρ Χούβερ είχαν ιδέες, συχνά αντισυμβατικές για την εποχή τους και ως εκ τούτου μπορούσαν να επηρεάσουν τους πολίτες. Ολες αυτές οι απειλές που έβλεπαν οι αμερικανοί πράκτορες παρουσιάζονται στο βιβλίο «Writers under surveillance: The FBI Files» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις MIT Press.
Η νέα αυτή έκδοση είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς τριών δημοσιογράφων, των Τζ. Πατ Μπράουν, Μπ. Σι. Ντι. Λίπτον και Μάικλ Μόρισι. Οι ίδιοι επωφελούμενοι του νέου νόμου για την ελευθερία της πληροφόρησης στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνεργαζόμενοι με το MuckRock, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό ο οποίος βοηθάει τους πολίτες και τους ρεπόρτερ να αποκτήσουν πρόσβαση σε κυβερνητικά έγγραφα, έκαναν αίτηση και πήραν στην κατοχή τους έγγραφα για 16 συγγραφείς, ιστορικούς και δημοσιογράφους. Ανάμεσά τους συναντά κανείς μεγάλα ονόματα της εποχής όπως οι Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Χάνα Αρεντ, Ρέι Μπράντμπερι, Κεν Κέισι («Στη φωλιά του κούκου»), Τρούμαν Καπότε, Αλντους Χάξλεϊ και Σούζαν Σόνταγκ.
Για κάθε συγγραφέα αποκόμισαν 20 έως 30 σελίδες ντοκουμέντων, προϊόντα συχνά της επίσημης μακαρθικής προπαγάνδας του FBI, επιστολές και αναφορές πηγών. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο συγγραφέας των κειμένων φρόντιζε να αποκρύπτει την προέλευση των πληροφοριών ώστε να προστατεύονται οι συνεργαζόμενοι με την υπηρεσία μάρτυρες. Αλλωστε, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, το FBI υπό τις διαταγές του Χούβερ επιχειρούσε να ελέγξει τους ανθρώπους του πνεύματος, δημιουργώντας ογκωδέστατους φακέλους με όλη τη δράση τους.
Για τα «λαγωνικά» των μυστικών υπηρεσιών, πέρα από την πραγματική διάπραξη εγκλημάτων, την προσοχή τους τραβούσαν και συγκεκριμένες συμπεριφορές που σχετίζονταν με την ευθεία αμφισβήτηση της «πατριωτικής γραμμής» που επιθυμούσε διακαώς να επιβάλλει ο Χούβερ. Κάποιες έρευνες διήρκεσαν για μήνες, άλλες για λίγες ημέρες, κάποιες ήταν περισσότερο αστείες, άλλες εξαιρετικά δυσάρεστες. Στο στόχαστρό τους έμπαιναν συγγραφείς όταν εξέφραζαν θετικές απόψεις για την Σοβιετική Ενωση, τα έβαζαν με την κρατική μηχανή κι ασκούσαν κριτική στις τακτικές του FBI, συμμετείχαν σε αντιπολεμικές συγκεντρώσεις, αγνοούσαν την απαγόρευση των ναρκωτικών, ταξίδευαν στην Κούβα και το Βόρειο Βιετνάμ – όπως η Χάνα Αρεντ – ή ήταν ομοφυλόφιλοι. Φρόντιζαν μάλιστα να τους βάζουν και ταμπέλες ώστε να γίνεται η στοχοποίησή τους πιο εύκολη. Ετσι, ο Κεν Κέισι ήταν διαπολιτειακός φυγάς, ο Χάξλεϊ διακινητής παραισθησιογόνων και ο Νόρμαν Μέιλερ υποστηριχτής της κομμουνιστικής Κούβας.
ΟΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΙ. Ιδιαίτερο μένος έτρεφε ο Τζ. Εντγκαρ Χούβερ για τους ομοφυλόφιλους, τους οποίους απολάμβανε να εκθέτει όταν γίνονταν αντικείμενο ερευνών του. Ενας από αυτούς ήταν ο Τζέιμς Μπάλντουιν, φανατικός υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με άμεση σχέση με το κίνημα Nation of Islam. Ο ίδιος συνήθιζε να δίνει συνεντεύξεις σε ξένες εφημερίδες καυτηριάζοντας τον αμερικανικό συντηρητισμό και την απολυταρχία της κυβέρνησης. Οταν οι δηλώσεις του έφτασαν στ’ αφτιά του Χούβερ, ο διοικητής του FBI σχολίασε: «Μα δεν είναι ανώμαλος ο Μπάλντουιν;». Οι δηλώσεις του ήταν ίσως λίγο πιο κομψές από τον εκβιασμό που έκανε αργότερα στον σεναριογράφο Τέρι Σάουθερν για να αποκαλύψει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις στους άνδρες.
Ο φάκελος του Ρέι Μπράντμπερι αποτυπώνει στο έπακρο την αντισοβιετική παράνοια της εποχής του Αϊζενχάουερ. Σύμφωνα με ένα σημείωμα του 1959 από την ανάκριση στο FBI του Μάρτιν Μπέρκελεϊ, σεναριογράφου και πρώην μέλους του αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος, ο συγγραφέας του «Φαρενάιτ 451» ήταν πιθανώς συμπαθών των Σοβιετικών. «Ο Μπέρκελεϊ δήλωσε πως παρατήρησε ότι κάποιοι από τους συγγραφείς που υποπτευόταν ότι είχαν κομμουνιστικό παρελθόν, έγραφαν στον τομέα της επιστημονικής φαντασίας και φαίνεται πως η επιστημονική φαντασία μπορεί να είναι ένας επικερδής τομέας για την εισαγωγή στις κομμουνιστικές ιδεολογίες».
Από το κυνήγι μαγισσών βέβαια δεν γλίτωσε ούτε ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος αποκαλούσε διαρκώς το FBI Ναζί και «αδερφούλες». Για τον ίδιο στα κρατικά αρχεία υπήρχαν αναφορές παρακολούθησης από το 1942 διά της θαλασσίας οδού, με το πρόσχημα της αλιείας μέσω της αμερικανικής πρεσβείας στην Αβάνα. Αιτία, ήταν η κίνηση του συγγραφέα να πληρώνει 500 δολάρια τον μήνα σε μια ομάδα 26 ναυτών, μπάρμαν και σερβιτόρων ώστε να τον ενημερώνουν σχετικά με τις κινήσεις ενός γερμανικού σκάφους. Αργότερα, ο Χέμινγουεϊ ισχυρίστηκε ότι έκανε αυτή τη συμφωνία προκειμένου να αντλήσει στοιχεία για τα καύσιμα και να ανεφοδιάσει σχετικά το δικό του σκάφος αλλά τα στοιχεία της έρευνας των αρχών υπονοούν ότι είχε πάρει τη συγκεκριμένη δουλειά πολύ πιο σοβαρά για άλλους σκοπούς.
«Ο Καπότε είναι πολύ γελασμένος»
Πέρα όμως από τις αναφορές τους στις κινήσεις των ανθρώπων που παρακολουθούσαν, οι πράκτορες, συχνά στους φακέλους των στόχων τους, σημείωναν και επικριτικά σχόλια για το έργο τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του Νόρμαν Μέιλερ, ο οποίος θεωρούσε πως ήταν η πιο σημαντική φωνή της εποχής του αλλά το FBI διαφωνούσε με αυτό. Στον φάκελό του υπάρχουν σαφείς αιχμές και το βάθος της έρευνάς του για τη βιογραφία της Μέριλιν Μονρόε. Από την άλλη ο φάκελος του Καπότε περιλαμβάνει μια αναφορά για ένα τηλεφώνημα που δέχτηκε πηγή της υπηρεσίας. Ο συντάκτης της ήθελε τη βοήθεια του FBI, μια και ο Καπότε είχε αρχίζει να προγραμματίζει συνεντεύξεις με αστυνομικούς για τις ανάγκες του βιβλίου του «Εν ψυχρώ». Οταν εκείνος πήγε στις δυτικές πολιτείες της χώρας για να κάνει την απαραίτητη έρευνά του, σύμφωνα με την ίδια πηγή «δεν ζήτησε διαπιστευτήρια, αφού ένιωθε πως τα άρθρα του στον “New Yorker” του είχαν δώσει εθνική αναγνώριση αλλά είναι πολύ γελασμένος αν νομίζει ότι στο Κάνσας τον έχουν ξανακούσει».