Οπως ανέφερα στο άρθρο του περασμένου Σαββάτου με τίτλο «Τέλος εποχής στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας;», διαμορφώνεται σταθερά ένα διαφορετικό σκηνικό στα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Αυτή η νέα πραγματικότητα απηχεί τις περιφερειακές τάσεις, την πορεία των σχέσεων Τουρκίας – Δύσης αλλά και την επιβαρημένη διμερή ατζέντα.
Σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται: η επικράτηση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία που υποχρεώνει τους αντιπάλους του να αναθεωρήσουν τα προτάγματά τους, η εδραίωση της Μόσχας για πρώτη φορά μεταψυχροπολεμικά σε μια περιοχή πέραν του μετασοβιετικού χώρου, το στρατηγικό ενδιαφέρον ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας για την πάση θυσία αναδίπλωση του Ιράν και η στρατιωτικο-διπλωματική εμπλοκή της Τουρκίας, που ενώ παράγει αποτελέσματα εξελίσσεται σε ατέρμονη, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Στη δε Ανατολική Μεσόγειο, η Ουάσιγκτον προσφέρει ομπρέλα υποστήριξης στις τριμερείς συνέργειες μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο, προσδοκά (από κοινού με την ΕΕ) ότι η περιοχή θα αποτελέσει ουσιαστική εναλλακτική πηγή προμήθειας έναντι του ρωσικού φυσικού αερίου, σε μια στιγμή όπου εντείνονται οι τοπικοί ανταγωνισμοί μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας (δυνητικά και με το Πεκίνο) για γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς λόγους.
Συνάμα, οι προχθεσινές απειλές Τραμπ εναντίον της Αγκυρας για «οικονομική καταστροφή σε περίπτωση επίθεσης στους Κούρδους της Συρίας καταδεικνύουν τη ρευστότητα αλλά και την ευκολία με την οποία επιδεινώνονται οι σχέσεις μεταξύ δύο μέχρι πρότινος στρατηγικών εταίρων. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι δεν αναζητείται φόρμουλα συνεννόησης. Εξίσου οι διακυμάνσεις Τραμπ – και ενώ η Αθήνα φαίνεται να μην έχει απευθείας διαύλους επικοινωνίας μαζί του – σημαίνουν πως δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε στον επιθυμητό βαθμό την αμερικανική ηγεσία. Δεδομένου ότι πολλοί εκ των ευρωπαίων εταίρων μας βρίσκονται σε φάση εσωτερικής αναζήτησης, γίνεται αντιληπτό ότι στερούμαστε τη δεδομένη χρονική στιγμή αποτελεσματικών εργαλείων επιπρόσθετης θωράκισής μας. Επακόλουθα, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να διατηρήσουμε ενεργά τα κανάλια επικοινωνίας με τη γείτονα και τις επιχειρησιακές/αποτρεπτικές μας δυνατότητες σε ύψιστη ετοιμότητα.
Προς τούτο, η επιλογή τοποθέτησης του ναυάρχου Αποστολάκη στον θώκο του υπουργού Εθνικής Αμυνας κρίνεται ορθή και αναγκαία, παρότι παραβιάζει έναν άγραφο κανόνα όλων των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης. Από την άλλη, πέραν της εγνωσμένης αξίας του, της εμπειρίας και της επίγνωσης της κατάστασης των Ενόπλων Δυνάμεων, ο κ. Αποστολάκης έχει υπάρξει ο κυριότερος συνομιλητής τόσο του τούρκου ομολόγου του (στο παρελθόν συνυπήρξαν και ως ΑΓΕΕΘΑ) όσο και του αμερικανικού παράγοντα, στοιχείο που του δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα και τις αναγκαίες προσβάσεις σε περίπτωση που κληθεί να διαχειριστεί μια σύνθετη κρίση. Επιπλέον, καθίσταται ευκολότερη η συμμετοχή του στις διαβουλεύσεις/συναντήσεις με την τουρκική ηγεσία, ενώ αφαιρείται το «αγκάθι Καμμένος» σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία αναμενόμενων εντάσεων (θλιβερή επέτειος των Ιμια, «πόλεμος» της τσιπούρας, «κλείδωμα» συμπλέγματος Καστελόριζου, εντατικοποίηση αεροναυτικών ασκήσεων και σεισιμικών ερευνών κ.λπ.). Ακόμη και κινήσεις καλής θέλησης/φαινομενικής αποκλιμάκωσης δεν αποκλείονται, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις η ουσία βρίσκεται στο περιεχόμενό τους.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»