Πάνω κάτω, το ρεπερτόριο είναι πάντα το ίδιο. Αλλά αυτή η φορά δεν ήταν σαν τις άλλες. Οχι επειδή αυτή η συζήτηση στη Βουλή ήταν για την ψήφο εμπιστοσύνης που ζήτησε ο Πρωθυπουργός Δεν ήταν το αντικείμενο, ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έκανε αυτή τη συζήτηση διαφορετική. Και στη δημιουργία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας συνέβαλαν και κάποια γεγονότα εκτός Βουλής. Πώς, ας πούμε, θα μπορούσε να δικαιολογήσει ο Αλέξης Τσίπρας τις πρωτοφανείς πτήσεις των μαχητικών πάνω από την Αθήνα στο πλαίσιο της τελετής παράδοσης – παραλαβής στο υπουργείο Αμυνας; Να έλεγε ότι είναι ένα μήνυμα αποφασιστικότητας προς την Αγκυρα;

Δεν είναι ότι ένα μήνυμα από του Παπάγου, από μια τέτοια απόσταση δηλαδή, θα ήταν εξ ορισμού ανίσχυρο. Είναι ότι το φάντασμα του Πάνου Καμμένου συνεχίζει να κυνηγά τον Πρωθυπουργό. Και αν κρίνει κανείς από τις επιθέσεις που εξαπέλυσε ο σαν έτοιμος από καιρό Καμμένος στον Νίκο Βούτση και στην Ελενα Κουντουρά, θα συνεχίσει να τον κυνηγάει για πολύ καιρό ακόμη: χειρότερο από ένα φάντασμα είναι ένα απασφαλισμένο φάντασμα.

Εξηγείται έτσι το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός επέμενε από το βήμα της Βουλής πως θα προτιμούσε να μην έχει φύγει ο πρώην εταίρος του από την κυβέρνηση; Είναι σαφές. Οπως ήταν φανερή και η επιρροή Καμμένου στον Τσίπρα, τουλάχιστον στη φάση του ο τελευταίος απέδωσε στον πρόεδρο της ΝΔ οικογενειακή ευθύνη για την αποστασία του 1965 – οικογενειακή ευθύνη είχε επιρρίψει και ο Καμμένος στην Κουντουρά για το φιλοχουντικό ύμνο που είχε γράψει ο πατέρας της.

Δεν ήταν η μόνη αναφορά στην επταετία. Οταν Κυριάκος Μητσοτάκης επεσήμανε το ασυνήθιστο να αναλαμβάνει ένας εν ενεργεία αξιωματικός το υπουργείο Αμυνας με την υπενθύμιση ότι το ιστορικό προηγούμενο ήταν αυτό του χουντικού Σπαντιδάκη, ο Τσίπρας ζήτησε και πήρε τον λόγο για να καταγγείλει με οργίλο ύφος το ανοίκειο της σύγκρισης. Αυτή ήταν η στιγμή του πρωθυπουργικού κρεσέντο: μια στιγμή αμηχανίας για άλλη μία επιλογή που περισσότερο από του ίδιου μοιάζει να είναι επιλογή του φαντάσματος που τον κυνηγά.  Ο,τι ακολούθησε ήταν ένα σφυροκόπημα από σύμπασα την αντιπολίτευση – Μητσοτάκη, Γεννηματά, Κουτσούμπα, Θεοδωράκη, Λεβέντη με σειρά εμφανίσεως. Ο πρόεδρος της ΝΔ και η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ κινήθηκαν σε αρκετά υψηλούς τόνους κεντράροντας στην απονομιμοποίηση του εγχειρήματος Τσίπρα να πετύχει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία με τη στήριξη των έξι. Είναι η κυβέρνηση-κουρελού που είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η άνευ ορίων γελοιοποίηση που είπε η Φώφη Γεννηματά, το θέατρο που είπε ο Δημήτρης Κουτσούμπας, η κατάντια να συγκροτούνται πλειοψηφίες από βουλευτές που δεν έχουν την έγκριση του λαού που είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης, η έλλειψη στοιχειώδους εντιμότητας που είπε ο Βασίλης Λεβέντης. Είναι αυτά και αρκετά ακόμη δανεισμένα ή εμπνευσμένα από το γλωσσικό ιδίωμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπου η φαντασία στους βαρείς χαρακτηρισμούς ποτέ δεν λείπει.

Το σφυροκόπημα συνοδεύτηκε ασφαλώς και από αίτημα, αυτό των πρόωρων εκλογών. «Την ψήφο εμπιστοσύνης δεν τη δίνουν τα κόμματα αλλά ο λαός, ιδού οι κάλπες, ιδού και το πήδημα» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι θυμίζοντας απλώς τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά κοπιάροντας ακριβώς τη φράση που είχε χρησιμοποιήσει ο σημερινός Πρωθυπουργός όταν ζητούσε μετ’ επιτάσεως εκλογές. Το αίτημα διατύπωσε και η Γεννηματά – «έπειτα από  όσα έγιναν την Κυριακή, θα έπρεπε να προκηρύξετε εκλογές για να μιλήσει ο λαός» είπε – και ο Κουτσούμπας.

Ακριβό σόου. Το αίτημα δεν θα γίνει φυσικά δεκτό. Μένει πάντως εκείνη η επισήμανση του προέδρου της ΝΔ από την απάντησή του προς τον Πρωθυπουργό για τον νέο υπουργό Αμυνας, τον οποίο, όπως είπε, σέβεται ως αρχηγό ΓΕΕΘΑ: «Πόσο στοίχισε το σόου με τα Μιράζ; Σε ποιον απέδιδαν τιμή; Στον απερχόμενο Καμμένο;». Το ερώτημα δεν απαντήθηκε ποτέ, έμεινε μετέωρο. Ισως επειδή έτσι συμβαίνει με πολλά ερωτήματα: μετεωρίζονται σαν τα φαντάσματα.