«Πήρα όμως το ρίσκο να ζητήσω καθαρές λύσεις. Η κρισιμότητα των πολιτικών διλημμάτων που έχουμε μπροστά μας, επιτάσσουν καθαρές λύσεις και καθαρές κουβέντες» ήταν το κεντρικό μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα, κλείνοντας με την ομιλία του την κοινοβουλευτική συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός με την ομιλία του ανέδειξε πλήρως το προεκλογικό του αφήγημα στον δρόμο προς τις εκλογές, με την αναφορά ότι «εμείς έχουμε τη δύναμη των επιχειρημάτων» και «εσείς έχετε τη δύναμη του λαϊκισμού και του ψεύδους». Χαρακτήρισε τον Κυριάκο Μητσοτάκη «τον καλύτερο χορηγό του ΣΥΡΙΖΑ διότι υπερασπίζεται την κυβέρνηση Σαμαρά», ενώ τον εγκάλεσε για «ακραίο και διχαστικό λόγο» και στα περί συναλλαγών που ακούστηκαν, τόνισε με έμφαση ότι «οι βουλευτές δεν είναι στρατιωτάκια και λειτουργούν με βάση τη συνείδησή τους».
Παράλληλα, έριξε το γάντι στον πρόεδρο της ΝΔ, καλώντας τον σε μια ανοικτή συζήτηση με αιχμή τη συμφωνία των Πρεσπών, εγκαλώντας τον για στάση πολιτικής αναξιοπιστίας. Μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας άφησε ελεύθερο το πεδίο της αντιπαράθεσης, λέγοντας ότι αυτό μπορεί να γίνει, είτε στη Βουλή, είτε στην ΕΡΤ ή κυρίως στον Σκάι, που ανέφερε δυο φορές (με την ειρωνική υποσημείωση «να σπάσουμε και το εμπάργκο»). Στο σημείο αυτό ανακοίνωσε, θέλοντας να εξουδετερώσει τα επιχειρήματα των αντιδρώντων στη συμφωνία, ότι εστάλη από την ΠΓΔΜ η ρηματική διακοίνωση που είναι νομικά δεσμευτική με τη διευκρίνιση: α) ότι οι γείτονες διευκρινίζουν στη ρηματική διακοίνωση ότι ο όρος nationality όπως αναφέρεται στη συμφωνία αναφέρεται στην ιθαγένεια και δεν καθορίζει ούτε προδικάζει την εθνότητα και β) οι γείτονες ξεκαθαρίζουν ότι η γλώσσα ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών και ουδεμία σχέση έχει με τη δική μας Ιστορία. «Με τη συμφωνία των Πρεσπών θα πάρουμε όλοι τις ευθύνες μας απέναντι στην Ιστορία» είπε. Για μια ακόμη φορά, υποστήριξε ότι ο στόχος της κυβέρνησης είναι η συνταγματικά προβλεπόμενη λήξη της θητείας της, δηλαδή ο Οκτώβριος του 2019 και μίλησε για τον νέο διπολισμό: τον ΣΥΡΙΖΑ που είναι η πρόοδος και τη ΝΔ που μετακινήθηκε στα άκρα δεξιά.