«Αν είχε ένα κέρδος ο πολίτης από αυτήν τη διήμερη διαδικασία, είναι ότι είδε – σε ζωντανή μετάδοση – το θλιβερό επίπεδο στο οποίο οδηγεί την πολιτική ζωή ο κ. Τσίπρας» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης χθες από κοινοβουλευτικού βήματος. Στη συγκεκριμένη επισήμανση θα μπορούσε να συνοψιστεί και ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύει η αξιωματική αντιπολίτευση να αντιπολιτεύεται από εδώ και πέρα. Υπογραμμίζοντας όσα, κατά τη γαλάζια ανάλυση, ευτελίζουν όσο ποτέ άλλοτε την πολιτική και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Και, άρα, όσα αποδεικνύουν την ανάγκη να στηθούν άμεσα οι εθνικές κάλπες.

Ο πρόεδρος της ΝΔ μίλησε πάλι για συναλλαγές, για μια κυβέρνηση μειοψηφίας, για πολιτικό αμοραλισμό, για γυρολόγους βουλευτές, για πρόθυμους και για υπουργικές θέσεις που προσφέρθηκαν ως ανταλλάγματα σε βουλευτές που είχαν εκλεγεί με την αντιπολίτευση. Η ομιλία του είχε χτιστεί γύρω από ένα κεντρικό επιχείρημα, πως οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν οδηγήσει τη χώρα στην παρακμή, όχι μόνο με «φόρους, άδικα κοινωνικά βάρη, πελατειακό κράτος, διάλυση των κοινωνικών δομών», αλλά και με τη χειραγώγηση των θεσμών. Ενα επιχείρημα που στηρίζει το αίτημα που επαναλαμβάνει συχνά, όπως έκανε και χθες, ο Μητσοτάκης για εκλογές το συντομότερο δυνατό – προκειμένου να επιτευχθεί η πολιτική σταθερότητα που απαιτείται για να έρθει η οικονομική ανάπτυξη.

Εγκρίνουν το «ναυάγιο». Για αυτό κι ένα από τα κεντρικά μηνύματα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης χθες ήταν πως όποιος δίνει ψήφο εμπιστοσύνης εγκρίνει συνολικά το «ναυάγιο» που ζει η χώρα την τελευταία τετραετία. Οπως χαρακτηριστικά το έθεσε ψηφίζει «τα ψέματα που βαφτίστηκαν αυταπάτες και κατέληξαν στα δύο Μνημόνια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στη διαρκή φοροκαταιγίδα στα βάρη που πληρώνουν καθημερινά οι πολίτες». Αλλά και «τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και των θεσμών. Την καθημερινή ανασφάλεια και το αναποτελεσματικό κράτος των κομματικών πελατών του ΣΥΡΙΖΑ».

Οπως και «τους κακοπληρωμένους μισθούς των 300 ευρώ, τη φυγή των νέων παιδιών στο εξωτερικό. Τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια χώρα χαμηλών προοπτικών». Και τέλος,  «ανοίγει τον δρόμο στη δήθεν  “μακεδονική” ταυτότητα και γλώσσα για τους γείτονες, όπως προβλέπει η συμφωνία των Πρεσπών».