Τα πλακώδη καρκινώματα της κεφαλής και τραχήλου αποτελούν πλέον την έκτη συχνότερη κακοήθεια στον δυτικό κόσμο. Η χρήση προϊόντων καπνού και η κατανάλωση αλκοόλ είναι παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη αυτών των νεοπλασιών. Η θεραπεία της τοπικής νόσου περιλαμβάνει τη χειρουργική αντιμετώπιση ή τη ριζική ακτινοθεραπεία σε περιπτώσεις που η χειρουργική αντιμετώπιση δεν είναι εφικτή. Ειδικά για τους ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο ή με χαρακτηριστικά υψηλού ρίσκου για υποτροπή, η συνδυασμένη ταυτόχρονη ακτινοχημειοθεραπεία με τη χρήση πλατίνας ή του αντι-EGFR αντισώματος σετουξιμάμπη αποτελεί την προτιμητέα επιλογή.
Η καθιερωμένη κλινική πρακτική για την αντιμετώπιση των ασθενών με μεταστατικό ή υποτροπιάζον πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου. Συνίσταται σε χημειοθεραπεία με συνδυασμούς βασισμένους στην πλατίνα μαζί με τη χρήση του μονοκλωνικού αντι-EGFR αντισώματος, σετουξιμάμπη. Στη θεραπεία αυτή ανταποκρίνεται περίπου το ένα τρίτο των ασθενών αλλά δυστυχώς η διάμεση επιβίωση δεν ξεπερνά το ένα έτος. Για τους ασθενείς εκείνους που υποτροπιάζουν στην καθιερωμένη θεραπεία, η χρήση των ανοσοθεραπευτικών παραγόντων πεμπρολιζουμάμπη και νιβολουμάμπη έχει αποδείξει μικρή αύξηση της τάξης των δύο μηνών στη διάμεση επιβίωση και αποτελεί θεραπευτική επιλογή. Στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ογκολογίας παρουσιάστηκε η μελέτη KEYNOTE-045 που φαίνεται ότι θα αλλάξει την καθιερωμένη αγωγή για την αρχική αντιμετώπιση των ασθενών με υποτροπιάζον ή μεταστατικό καρκίνωμα κεφαλής τραχήλου. Συγκεκριμένα, σε αυτή τη μελέτη, δοκιμάσθηκε σε 800 ασθενείς η δραστικότητα της ανοσοθεραπείας με πεμπρολιζουμάμπη ως μονοθεραπείας ή του συνδυασμού της ανοσοθεραπείας με πεμπρολιζουμάμπη και χημειοθεραπεία έναντι της καθιερωμένης χημειοθεραπευτικής αγωγής.
Η μελέτη έδειξε ότι η πεμπρολιζουμάμπη ως μονοθεραπεία σε ασθενείς που εκφράζουν ισχυρά τον βιοδείκτη PD-L1 υπερέχει της χημειοθεραπείας και αυξάνει τη διάμεση συνολική επιβίωση. Τα δεδομένα αυτά αναμένονται να αλλάξουν την κλινική μας πρακτική και πλέον υπάρχει η δυνατότητα για καθορισμό της θεραπευτικής μας επιλογής σε αυτή τη δύσκολα θεραπευόμενη νόσο με βάση τη χρήση συγκεκριμένου βιοδείκτη. Συνεχείς εξελίξεις στη βασική και μεταφραστική έρευνα αναμένονται να βελτιώσουν περαιτέρω την πρόγνωση αυτών των ασθενών αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε την πρόληψη που συνίσταται σε αποφυγή χρήσης προϊόντων καπνού και σε περιορισμό της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών.