Ξαναγράψατε μουσική για ταινία πρώτη φορά μετά τον θάνατο του συνεργάτη σας και καλού σας φίλου Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στο «Tous des oiseaux», εκτός από τις μελωδίες που συνθέσατε για το ομώνυμο έργο του Ουασντί Μουαουάντ, υπάρχουν κι εκείνες που έντυσαν την ταινία «Bomb, a Love Story» του ιρανού σκηνοθέτη και ηθοποιού Παϊμάν Μααντί, του πρωταγωνιστή στην ταινία «Ενας χωρισμός».
Ηταν πολύ δύσκολο για εμένα να πάρω την απόφαση να συνθέσω ξανά μουσική για ταινία. Μετά τον θάνατο του Θόδωρου δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν ήθελα ν’ ακούσω, ούτε να διαβάσω σενάριο. Το τράνταγμα από το σοκ ήταν τεράστιο. Ηταν ξαφνικό και άδικο το φευγιό του. Είναι γνωστό ότι εκτός από την επαγγελματική συνεργασία μάς συνέδεε και μια πολύ βαθιά φιλία. Ηταν η μεγάλη μου συνάντηση στο κομμάτι της τέχνης.
Και πώς πειστήκατε;
Η ταινία του αναφέρεται στην εποχή που γίνονταν οι βομβαρδισμοί στην Τεχεράνη από τον Σαντάμ. Η ιστορία αφηγείται το πώς οι άνθρωποι σε μια γειτονιά της πόλης, όταν άκουγαν τις σειρήνες, έτρεχαν να κρυφτούν στα καταφύγια. Εκεί είδα πώς αλλάζουν οι σχέσεις τους και πώς αυτός ο λαός συμπεριφέρεται: η ακρίβεια με την οποία οργανώνονταν για να κατέβουν, η αξιοπρέπεια, η εγκαρτέρηση. Μου έστειλε την ταινία και βλέπω κάτι συγκλονιστικό! Ενα παιδάκι 13 ετών ήταν με τη μητέρα του και την ώρα που έτρεχε προς το καταφύγιο βλέπει ένα κορίτσι στην ηλικία του και αισθάνθηκε τον έρωτα.
Με ποιον τρόπο σάς άγγιξε;
Αυτή τη σκηνή έπρεπε να την αναδείξω μέσα από τη μουσική, την αγάπη από το πρώτο βλέμμα, το πρώτο σκίρτημα. Αλλά αυτό που με συντάραξε ήταν η σκηνή που ο νεαρός αυτός κάνει την προσευχή του και λέει: «Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να βομβαρδίζει πιο συχνά ο Σαντάμ». Μου έφερε στο μυαλό την ταινία του Μπενίνι «La vita è bella». Αυτό με έκανε να πω αμέσως το «ναι». Θυμάμαι με τόση αγάπη όταν ήρθε εδώ στο σπίτι ο Παϊμάν Μααντί με την κόρη του και μου έπαιξε στο πιάνο το θέμα από την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα».
Και τελικά πώς αποφασίσατε να γίνει ένας δίσκος;
Αυτό το οφείλω στον Μάρφρεντ Αϊχερ (σ.σ. ιδρυτής της ECM). Στη διορατικότητά του και στην ευφυΐα του. Είδε πως πρόκειται για δύο ιστορίες που συνδέονται γιατί υπάρχει η αόρατη κλωστή της αγάπης. Αυτό ήταν διαπίστωση και του συγγραφέα και σκηνοθέτη της παράστασης Ουασντί Μουαουάντ.
Πείτε μου γι’ αυτόν.
Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη που έκανε τις εμπειρίες του δημιουργία. Κατάγεται από τον Λίβανο, έφυγε 10 ετών πρόσφυγας από την πατρίδα του με την οικογένειά του, όταν μαινόταν ο εμφύλιος. Οι γονείς του είναι χριστιανοί Μαρωνίτες – και όπως όλοι πίστευαν ότι προέρχονται από τους αρχαίους Φοίνικες. Σε όλη του τη ζωή ο Ουασντί είχε μάθει ότι πρέπει να μισεί τους Εβραίους και τους Αραβες. Πήγε με τους γονείς του στη Γαλλία, τους διώξανε και κατέφυγαν στον Καναδά. Εκεί σπούδασε, διέπρεψε στο θέατρο, έγραψε έργα, διηύθυνε θέατρα.
Και πώς επέστρεψε στη Γαλλία;
Μετά βαΐων και κλάδων! Ηρθε η στιγμή που πήρε βραβείο από την Ακαδημία της Γαλλίας και του εμπιστεύτηκαν το σπουδαίο εθνικό τους θέατρο «La colline»! Εχει γράψει 14 θεατρικά έργα και σε όλα πραγματεύεται το θέμα της ταυτότητας, αυτή είναι η εμμονή του. Του αρέσει να μπαίνει από την πλευρά του εχθρού και να βρίσκει το δικό του το δίκιο. Ετσι έφτιαξε μια παράσταση που παίζεται στη Γαλλία και «μιλάει» τέσσερις γλώσσες εκτός από γαλλικά: αγγλικά – γιατί η πρωταγωνίστρια υποτίθεται ότι είναι αραβικής καταγωγής και κάνει το ντοκτορά της στην Αμερική -, εβραϊκά, αραβικά και γερμανικά.
Είπατε με την ίδια ευκολία «ναι» και σε αυτό το έργο;
Εκείνο που με συγκινεί, και με έναν τρόπο αναδύεται η μυστηριώδης και πολυεπίπεδη λειτουργία της τέχνης, είναι πως οι δύο αυτοί δημιουργοί πρωτοάκουσαν τη μουσική μου όταν ήταν είκοσι ετών – είναι συνομήλικοι, γύρω στα 40 – και μου είπαν ότι τους επηρέασε βαθιά. Δεν είχαν φανταστεί όμως ότι θα συνεργάζονταν μαζί μου. Εγραφαν και οι δύο ακούγοντας τις μελωδίες μου.
Εχουν γνωριστεί;
Δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, αλλά τα έργα τους υπάρχουν στο ίδιο CD. Θυμάμαι ότι το συζητούσαμε αυτό με τον Ουασντί και μου είπε ότι ήταν σαν να βρέθηκαν αφού και οι δυο «γράψαμε για την αγάπη. Αυτό είναι το θέμα των έργων μας».
Τι σας ενέπνευσε στην ιστορία του «Tous des oiseaux» για να συνθέσετετις μελωδίες σας;
Ενα τραγούδι του 13ου αιώνα που έχει τίτλο «Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς πώς κελαηδούσες πρώτα». Μιλά για την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους, η οποία ήταν χειρότερη από αυτή που υπέστη από τους Οθωμανούς. Αυτή την ιστορία την έχω αφηγηθεί σε συναυλίες που έκανα στη Γαλλία και πριν ξεκινήσουν ο Ουασντί είχε την ιδέα να κάνουμε μια συζήτηση. Το τραγούδι το είχα ακούσει από τον Χρόνη Αηδονίδη όταν σπούδαζα στο Παρίσι. Είχα συγκλονιστεί γιατί είναι ένα τραγούδι σπαρακτικό και πανέμορφο.
Η Γαλλία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας.
Αναμφισβήτητα. Οσο και αν ο τρόπος που την ανακάλυψα ήταν βίαιος. Δεν ήταν εύκολο για ένα κορίτσι όπως ήμουν τότε, με ένα μωρό παιδί στην αγκαλιά, ν’ αναγκάζεται ν’ αφήνει πίσω τον πατέρα του παιδιού της, την οικογένειά της, τους φίλους της, τη δουλειά της, ακόμη και την πόλη που αγαπούσε, και να πηγαίνει στο άγνωστο. Τον Δεκέμβριο εκείνον δεν θα τον ξεχάσω ποτέ μου. Πολλές φορές λέω πόσο τυχερή είμαι που πήγα στη Γαλλία και με πιάνει θυμός όταν σκέφτομαι πως αναγκάστηκα από τους δικτάτορες να πάω εκεί. Δεν θα τους χρωστάω και χάρη!
Ποια είναι η εικόνα που έχει χαραχτεί μέσα σας;
Είναι κυρίως το συναίσθημα της αγωνίας και της επιβίωσης. Ηρθαν και με πήραν από το σπίτι μου ένα βράδυ και μαζί με το παιδί μου με πήγαν στην Μπουμπουλίνας και με ανέκριναν για ώρες. Οταν με άφησαν κινητοποιήθηκα αμέσως για να φύγω στο εξωτερικό. Τη λύση έδωσε ο αδελφός του άνδρα μου (Νίκος Φαρακλάς) που ήταν στην Γαλλία. Εβαλα μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα, έβγαλα εισιτήριο την επόμενη μέρα και ταξίδεψα με το όνομα του άνδρα μου. Ηξερα ότι η ζωή μου άλλαζε για πάντα. Δεν γνώριζα όμως ότι θα είχε – ευτυχώς – αυτή την εξέλιξη. Τότε είχα μόνο αγωνία για να επιβιώσω και να φροντίσω το παιδί μου.
Το πρώτο πράγμα που κάνατε όταν πήγατε στην Γαλλία ποιο ήταν;
Μπορεί να φανεί αλλόκοτο και τρελό, αλλά με όσα χρήματα είχα πήγα και νοίκιασα ένα πιάνο. Εγκατασταθήκαμε με τον Γιωργάκη (τώρα είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πάντειο) στο σπίτι που ζούσε ο αδελφός του άνδρα μου με την οικογένειά του σε ένα προάστιο έξω από το Παρίσι. Ευτυχώς είχα αυτή τη βοήθεια. Αμέσως όμως άρχισε η μάχη για να βγάζω τα προς το ζην και να εξελιχθώ. Νοίκιασα το πιάνο για να παραδίδω μαθήματα. Ολα τα γειτονόπουλα έκαναν τα πρώτα τους μαθήματα στη μουσική με εμένα!
Και πού να ‘ξεραν!
Μα ούτε εγώ ήξερα! Η ζωή μου ήταν τότε πολύ δύσκολη. Γράφτηκα στο πανεπιστήμιο αργότερα και έκανα και διδακτορικό στην Εθνομουσικολογία. Ετρεχα σε μαθήματα – να παραδώσω για να βγάλω χρήματα – και να παρακολουθήσω. Σε όλον αυτό τον αγώνα γνώρισα έναν φίλο που στάθηκε ουσιαστικά δίπλα μου. Αυτός ήταν ο Μπερνάν. Ο χρόνος μου ήταν πολύ περιορισμένος και οι δραστηριότητες και οι υποχρεώσεις παρά πολλές. Εμενε σχεδόν δίπλα μου και στάθηκε σε εμένα και στον παιδί σαν φύλακας-άγγελος. Απειρες φορές μου φρόντισε τον γιο μου για να πάω να κάνω μαθήματα και μου συμπαραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές μου. Του οφείλω πολλά! Επίσης ευεργετική ήταν η παρουσία της Νάνας Μούσχουρη τότε, όταν με κάλεσε να παίξω πιάνο σε έναν δίσκο της. Η Νάνα πουλούσε – και πουλά.