Οι απειλές ξεκίνησαν στα μέσα Οκτωβρίου όταν κυκλοφόρησαν τα νέα πως ετοίμαζε μια κωμωδία με φόντο την πολιορκία του Λένινγκραντ, τον αποκλεισμό 900 ημερών της πόλης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που οδήγησε σε θάνατο περίπου ένα εκατομμύριο πολίτες. Τα απειλητικά μηνύματα και τα τηλεφωνήματα κατέκλυσαν το κινητό του, όμως ο ρώσος σκηνοθέτης Αλεξέι Κρασόφσκι θεώρησε πως θα κρατούσαν δυο – τρεις μέρες. Οταν έπειτα από έναν μήνα ο θόρυβος γύρω από τη «Γιορτή», όπως ονόμασε την ταινία του, δεν είχε κοπάσει, άρχισε να ανησυχεί. Τον έπεισε για τη σοβαρότητα της κατάστασης και μια ομάδα ανδρών που τον περίμενε με απειλητικές διαθέσεις στο παλιό του διαμέρισμα. Μπλογκ, εφημερίδες και πολιτικές εκπομπές στην τηλεόραση, ολόκληρο το μιντιακό σύστημα δηλαδή που στηρίζει τον ρώσο πρόεδρο, χωρίς καν να έχουν δει το φιλμ, το κατηγορούσαν για διαπόμπευση της εθνικής ιστορίας και ατίμωση των βετεράνων. Ενας νομοθέτης έγραψε στο Twitter πως ήλπιζε η ταινία να μην έβλεπε ποτέ το φως της ημέρας και θα έκανε ό,τι περνάει από το χέρι του για να την «κόψει». Ενας υψηλόβαθμος αξιωματικός του κόμματος Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν δήλωσε πως θα ζήταγε από τον υπουργό Πολιτισμού να απορρίψει την άδεια για τη διανομή της στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο,ΤΙ ΕΧΕΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ. Ολη αυτή η κλιμακούμενη λοιπόν κατάσταση εναντίον εκείνου και της ταινίας έκανε τον Κρασόφσκι να μην προχωρήσει καν στη σχετική αίτηση διανομής. Αντ’ αυτού στράφηκε στο μόνο μέρος που ένας ανεξάρτητος ρώσος δημιουργός μπορεί να βρει σχετική ελευθερία κινήσεων και λόγου: το Διαδίκτυο. Ετσι, λοιπόν, ο σκηνοθέτης στις 2 Ιανουαρίου δημοσίευσε τη «Γιορτή» στο κανάλι του στο YouTube με την οδηγία όποιος επιθυμούσε να τις δει, να κάνει μια οικονομική συνεισφορά. Ο ίδιος είχε βέβαια ανάγκη από χρήματα αφού η συγκεκριμένη ταινία τού κόστισε σχεδόν 60.000 δολάρια, τα οποία βγήκαν από την τσέπη του με τη βοήθεια όμως και μιας εκστρατείας crowdfunding που οργάνωσε ο διευθυντής φωτογραφίας του φιλμ Σεργκέι Αστάκοβ. Δύο εβδομάδες αργότερα, σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν δει την παραγωγή και έχουν συγκεντρωθεί στον λογαριασμό του Κρασόφσκι 52.000 δολάρια. Και όλα αυτά ενώ υπάρχουν διαθέσιμοι υπότιτλοι μόνο στα ρωσικά και τα ιταλικά, με τα γαλλικά και τα αγγλικά να έρχονται σύντομα. «Πριν γυρίσω την ταινία, μίλησα όσον αφορά την ιστορία με συγγενείς επιζώντων. Ηξερα ότι όταν θα έβγαινε, το κοινό θα συνειδητοποιούσε ότι δεν είναι προσβλητικό για τη μνήμη τους. Αν δεν την έβλεπαν, θα μπορούσαν να πουν τα πάντα για μένα, μέχρι και ότι τρώω βρέφη. Το κοινό πρέπει να δει περί τίνος πρόκειται» σχολίασε ο ίδιος ο δημιουργός στους «New York Times».
Η ΥΠΟΘΕΣΗ. Τι είναι λοιπόν η «Γιορτή»; Είναι ένα φιλμ αρκετά έξυπνο, αλλά, παρόλο που διαφημίζεται ως κωμωδία, δεν προσφέρει στιγμές (ξέφρενου) γέλιου. Πρωταγωνιστές, μια τετραμελής οικογένεια και δύο, όχι και τόσο καλοδεχούμενοι, επισκέπτες. Ολη η δράση εκτυλίσσεται σε ένα διαμέρισμα του Λένινγκραντ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, εν μέσω του πλήρους αποκλεισμού της πόλης. Παρά τις κακουχίες, η οικογένεια παρουσιάζεται αρκετά καλοβαλμένη, κάτι το οποίο προσπαθούν να κρύψουν και στη συνέχεια να δικαιολογήσουν στην παρουσία των ξένων δίπλα τους. Μέχρι στιγμής τα σχόλια των θεατών της ταινίας είναι αποθεωτικά. Κάποιοι χαρακτηρίζουν τη «Γιορτή» ως μια αλληγορία για το ρωσικό καθεστώς. Αλλοι τονίζουν πως παρουσιάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα στη χώρα με τον πλουτισμό των ανθρώπων του Πούτιν και τη φτώχεια των υπόλοιπων ρώσων πολιτών. Ο Κρασόφσκι, όμως, βλέπει πιο ψύχραιμα την κατάσταση και υποστηρίζει πως το έργο του έπεσε θύμα παραπληροφόρησης ώστε να στραφεί αλλού η προσοχή της κοινής γνώμης και όχι στα προβλήματα της πατρίδας του. Τουλάχιστον από τη δημοσίευση της ταινίας έχουν παύσει οι κριτικές εναντίον του. «Για πρώτη φορά οι αξιωματικοί και οι βουλευτές εργάζονται για λογαριασμό μου. Σαν ένα τμήμα δημοσίων σχέσεων» κατέληξε ο Κρασόφσκι.