Είναι έτσι ακριβώς. Οι αφίσες με τα πρόσωπα των βουλευτών και το ερώτημα «Εσύ θα προδώσεις τη Μακεδονία μας;» που εμφανίστηκαν σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης συνιστούν εκφοβισμό και ο εκφοβισμός είναι φασιστική πρακτική, όπως καταγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ της πόλης. Την κρίση όμως μπορεί να τη δει κανείς και σαν μια ιστορία εκφοβισμών. Σαν μια ιστορία φασιστικών πρακτικών, όπως θα έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης τώρα που εκφοβίζεται, αλλά, αλίμονο, όχι τότε που εκφόβιζε. Οχι τότε που παρέμενε σιωπηλός, μολονότι ο αρχηγός του δήλωνε στην τηλεόραση πως «σιγά μην είναι βία κανένα γιαουρτάκι».
Η σύγκριση δεν αθωώνει εκείνους που κολλάνε αφίσες αντί να πετάνε γιαούρτια. Υπενθυμίζει όμως ότι η «προδοσία» δεν είχε μονοσήμαντη ιδεολογική προέλευση. Δεν βγήκε από τα στόματα της υπερπατριωτικής Δεξιάς χωρίς να βγει ποτέ από εκείνα της συριζαϊκής Αριστεράς. Αντίθετα, έκανε έναν κύκλο για να εκδικηθεί εκείνους που, αν και δεν είχαν καμία ιδεολογική συγγένεια με τον φασισμό, απέδειξαν ότι ο εκφασισμός δεν αφορά μόνο θέσεις αλλά και συμπεριφορές. Δεν γεννιέσαι φασίστας μόνο ιδεολογικά, γίνεσαι και πρακτικά. Δεν σε κάνει φασίστα η άυλη βία της αφίσας, σε κάνει και η υλική του γιαουρτιού.
Δεν είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε αφίσες και γιαούρτια αυτός που έζησε η ελληνική κοινωνία. Είναι ένας πόλεμος βίας. Ενας κύκλος «προδοσίας» που, όπως όλες οι «προδοσίες», τροφοδοτείται από την πατριδοκαπηλία άλλοτε των «αντιμνημονιακών» και τώρα των «μακεδονομάχων» – ήταν και πάλι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ που δήλωνε στη Βουλή ότι «κάποιοι εδώ μέσα δεν είναι και τόσο Ελληνες». Τα γιαούρτια, οι προπηλακισμοί, οι κρεμάλες, οι αφίσες, οι αντισυγκεντρώσεις, οι απειλές, οι φωτογραφίες με τα λιωμένα κεφάλια, ο φόβος της υπουργού Προστασίας του Πολίτη που υπέβαλε την παραίτησή της δείχνουν ότι όσο μένει ανοικτός ο κύκλος της «προδοσίας», ο κύκλος της βίας δεν θα κλείσει ποτέ. Δεν το φανταζόταν τότε ο ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης. Αλλά μπορεί να το καταλάβει σήμερα που το ζει στο πετσί του.