Η Μόσχα ανεβάζει καθημερινά το επίπεδο των πολιτικών της παρεμβάσεων στο ζήτημα της συμφωνίας της Πρεσπών, στο πλαίσιο της σφοδρής αντίθεσής της στη σχεδιαζόμενη ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ εφόσον ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Μετά τα σχόλια των προηγούμενων ημερών, τη σκυτάλη έλαβε ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο ρώσος πρόεδρος, ο οποίος αναμένεται στις 17 Ιανουαρίου να επισκεφθεί το Βελιγράδι για να συναντηθεί με τον σέρβο ομόλογό του Αλεξάνταρ Βούτσιτς, δεν αναφέρθηκε μεν ευθέως στη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά σε συνεντεύξεις του σε δύο εφημερίδες («Politika» και «Vecernje Novosti») εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων άλλων δυτικών κρατών «που επιδιώκουν να επιβάλουν τον κυρίαρχο ρόλο τους» στα Βαλκάνια, στοιχείο που συνιστά «σοβαρό αποσταθεροποιητικό παράγοντα» για την περιοχή.
ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ. Πιο συγκεκριμένος επί της αντίθεσης της Μόσχας στη συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. Ο στενότατος συνεργάτης του Πούτιν τόνισε, μιλώντας στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου για τα αποτελέσματα της ρωσικής διπλωματίας για το 2018, ότι «δεν αντιτιθέμεθα στο όνομα που τελικώς παρουσιάστηκε και ανακοινώθηκε. Θέτουμε», εξήγησε, «ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο νόμιμη είναι αυτή η διαδικασία και κατά πόσο εξαρτάται από την επιθυμία να επιτευχθεί συναίνεση μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων ή αν εξαρτάται από την αμερικανική επιθυμία να οδηγήσει όλες τις βαλκανικές χώρες στο ΝΑΤΟ το συντομότερο δυνατόν και να σταματήσει οποιαδήποτε ρωσική επιρροή στην περιοχή». Είχαν προηγηθεί τόσο το σχόλιο του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, με το οποίο ουσιαστικά συνέστηνε στην Αθήνα να προχωρήσει στη διενέργεια δημοψηφίσματος επί της συμφωνίας των Πρεσπών, όσο και η δήλωση του Αλεξάντρ Γκρούσκο, αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών και πρώην μόνιμου αντιπροσώπου της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, επιχειρώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ότι η Μόσχα επιδιώκει ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, αλλά σημείωνε ότι η Ρωσία θα συνεχίζει να εκφράζει τη θέση της σε ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, του οποίου είναι μόνιμο μέλος. Απάντηση σε σχέση με τις ρωσικές παρεμβάσεις εξέδωσε και το υπουργείο Εξωτερικών της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Στη ανακοίνωσή του τονίζει ότι «παρά τα φλέγοντα προβλήματα που υπάρχουν στον σημερινό κόσμο, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών εκθέτει και πάλι σε αρνητικό πλαίσιο τις αυθεντικές πολιτικές διαδικασίες σε δύο γειτονικές χώρες που οδηγούν στην επίλυση προβλημάτων, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης και στην οικοδόμηση φιλίας». Υπενθυμίζεται ότι σκληρή ανακοίνωση-απάντηση στα ρωσικά σχόλια είχε εκδώσει και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.
ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΒΕΤΟ. Το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μια συζήτηση περί της δυνατότητας άσκησης βέτο εκ μέρους της Μόσχας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε σχέση με τη συμφωνία των Πρεσπών. Η Ρωσία, στην πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της, επικαλέστηκε την παράγραφο 3 της Απόφασης 845/1993 για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ονοματολογικού. Σύμφωνα με αυτή, το Συμβούλιο Ασφαλείας «ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να τηρεί το Συμβούλιο ενήμερο για την πρόοδο αυτών των περαιτέρω προσπαθειών, το αντικείμενο των οποίων είναι η διευθέτηση της διαφοράς μεταξύ των δύο μερών […] και να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο για το αποτέλεσμά της σε εύθετο χρόνο και αποφασίζει να επανεξετάσει το ζήτημα υπό το φως της έκθεσης».
Σύμφωνα με νομικές πηγές, δυνατότητα βέτο της Μόσχας επί της συμφωνίας των Πρεσπών δεν υπάρχει. Ωστόσο, από τη στιγμή που το ονοματολογικό συμπεριλαμβάνεται ως θέμα (item) στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Μόσχα θα μπορούσε να εγείρει το ζήτημα της ενημέρωσης από τον Γενικό Γραμματέα, προφανώς επί έκθεσης που θα υποβάλει ο ειδικός του απεσταλμένος Μάθιου Νίμιτς. Ενα ρωσικό βέτο θα είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει το ζήτημα της ονομασίας εγγεγραμμένο στην ατζέντα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά είναι δύσκολο να δει κάποιος πώς αυτό θα επηρέαζε την εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών εφόσον πολλά κράτη – με προεξάρχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες – σκοπεύουν να αναγνωρίσουν την ΠΓΔΜ ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο πριν καταστεί εμφανής η ακριβής πρόθεση της ρωσικής πλευράς.