Φεβρουάριος 1971 και η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Αναπαράσταση» ξεκινά το διεθνές ταξίδι της. Μετά την προβολή της στην Ταινιοθήκη του Παρισιού, η ταινία επρόκειτο να παρουσιαστεί στα κινηματογραφικά φεστιβάλ του Βερολίνου και των Καννών. Η γερμανική τηλεόραση την είχε ήδη αγοράσει και ο δημιουργός της σκηνοθέτης στη συνέντευξή του στον Γ. Πηλιχό εξέφραζε τις απόψεις του περί ποιότητας και πεπρωμένου του ελληνικού κινηματογράφου:
«…Δεν αρκεί η απλουστευμένη προβληματική που περνούσε για πρωτοπορία στις δύο προηγούμενες γενιές. Το μεγαλύτερο ελάττωμα αυτών που επάνδρωσαν τις γενιές αυτές ήταν το ότι έδειχναν πολύ βέβαιοι για τις αλήθειες τους, ότι καλλιεργούσαν με ένα κάποιο συντελεστή ποιότητας βέβαια τους μύθους και την αρρώστια που χαρακτήριζε το κοινωνικοπολιτικό μας κατεστημένο. Βεβαίως μιλώ γι’ αυτόν που θα ονομάζαμε κινηματογράφο ποιότητας στην Ελλάδα αποκλειστικά. Και όχι για την εμπορική παραγωγή όπου είναι μία άλλη πραγματικότητα, συγκλονιστική στις συνέπειές της, μια κι αποτελεί βασικό παράγοντα συντηρήσεως της πνευματικής υπαναπτύξεως των Ελλήνων. Τα προβλήματα της εμπορικής παραγωγής δεν με ενδιαφέρουν, παρακολουθώ όμως με ηδονή την πτώση της, το αδιέξοδό της. Εύχομαι την ώρα της κρίσεώς της…
Ο κινηματογράφος υπέστη τις συνέπειες, όπως και άλλες μορφές δραστηριότητος στην Ελλάδα αυτού του γενικότερου φαινομένου. Εξάλλου προκειμένου για τον Κακογιάννη η ματιά του για την Ελλάδα ήταν τουριστικοφολκλορική και δεν μπορούσε να δημιουργήσει ούτε παράδοση, ούτε επιδράσεις… Οι μισοί και περισσότεροι εκπρόσωποι της γενιάς μου έχουν σκορπίσει σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Ο Λιαρόπουλος, ο Σταύρακας, ο Κατακουζηνός, ο Νόλλας, ο Παπακυριακόπουλος, ο Θέος, ο Τορνές, ο Λαμπρινός, ο Παναγιωτόπουλος, ο Φέρρης κι άλλοι, όλοι έξω. Αυτοί που έχουν μείνει, σαν τον Παντελή Βούλγαρη, αντιμετωπίζουν τις τεράστιες δυσκολίες που έχει το στήσιμο μιας ανεξάρτητης παραγωγής με τις αρχές, τις διαλύσεις, τις απογοητεύσεις, τα συνεχή ξεκινήματα. Η επόμενη γενιά τώρα διαμορφώνεται. Θα χρειασθούν κάνα δυο χρόνια ακόμα ίσως για να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της, να δοκιμάσει τα μέσα της. Οσο για τους “άσχετους” που λέτε, πάντα υπάρχουν κι επιπλέουν ιδιαίτερα σε μία περίεργη εποχή σαν αυτή. Ζητάνε ελάχιστα για να δώσουν τίποτα. Χωρίς αυτούς θα υπήρχε “λύση της συνεχείας” του συστήματος…
…Εκανα την “Αναπαράσταση” επειδή είχα την ανάγκη να κάνω ένα έργο που να προσπαθεί να δει και να ακούσει αυτή τη γεύση του θανάτου, που ανακάλυπτα κάθε πρωί στη γωνιά του δρόμου μου, αλλά βέβαια μεταφερμένη σε έναν χώρο όπως το χωριό που γύρισα, όπου ένα κοινό έγκλημα θα μου έδινε ευκολότερα τη δυνατότητα αναφοράς σε αυτήν. Τίποτα πιο κοινό από ένα έγκλημα αλλά και τίποτα πιο λειτουργικό από αυτό για το σύστημα αναφορών που έθεσα σε κίνηση στην “Αναπαράσταση”. Μοίρα του χωριού, μοίρα των Ελλήνων, μοίρα της γυναίκας, μοίρα μιας κατά μόνας εξέγερσης που, όπως κάθε κατά μόνας εξέγερση, καταλήγει στην αποτυχία: αυτή είναι η “Αναπαράσταση” και οι αιτίες μου γι’ αυτήν.
Δεν ξέρω τι θα τη διαδεχθεί. Λίγο καιρό πριν κρατούσα σημειώσεις για το πορτραίτο ενός πολιτικού, μέσα από το οποίο σχεδιαζόταν η πολιτική και εθνική μας ζωή των τελευταίων 40 χρόνων – αλλά δεν ξέρω ακόμα. Εξάλλου, αυτόν τον καιρό παρακολουθώ την πορεία ενός στοιχήματος: την οικονομική καριέρα της “Αναπαράστασης”. Η τοποθέτησή της στο διεθνές εμπορικό κύκλωμα θα μου δώσει γρήγορα τη δυνατότητα να γυρίσω μια άλλη ταινία και κάτω από συνθήκες ευνοϊκότερες από εκείνες που έδωσαν την “Αναπαράσταση”…».
Η ευθύνη του κοινού. «…Με τη συνήθεια που έχουμε οι Ελληνες να γενικεύουμε τα πάντα, δεν μοιάζει παράδοξο που πολλοί θεωρούν ότι “όλες γενικώς οι ελληνικές ταινίες είναι κακές”! Ετσι εξηγείται γιατί όταν παρουσιάζεται πότε πότε και κανένα καλό ελληνικό φιλμ, προσκρούει στην αδιαφορία και εκείνων των θεατών που είναι σε θέση να το εκτιμήσουν. Αυτή η “σνομπίστικη” θέση, αν είναι εκείνη που ταιριάζει σε ψευτοεστέτ και ψευτοκαλλιεργημένους ανθρώπους, από την άλλη μεριά δεν είναι ασφαλώς εκείνη που ταιριάζει σε ένα πραγματικά καλλιεργημένο κοινό, στους φοιτητές, γενικά σε ανθρώπους – νέους ή παλιότερους – με καθαρό μυαλό και πλατιά αντίληψη».