Το βραχυκύκλωμα που προκαλεί στην Επιτροπή Εξωτερικών και Αμυνας (όπως και σε άλλες κοινοβουλευτικές επιτροπές) η έξοδος των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση και η νέα κυβερνητική πλειοψηφία που βασίζεται σε ανεξάρτητους βουλευτές, μπορεί να προκαλέσουν συσκότιση στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η φράση που χρησιμοποίησε ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης σχετικά με το θέμα που έχει ανακύψει για τη διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας δίνει μια νέα διάσταση στη σχετική συζήτηση που έχει πυροδοτήσει τριβές μεταξύ της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κυβερνώντος κόμματος. «Αυτονόητο είναι ότι νομοθετεί η Ολομέλεια της Βουλής και ο νοών νοείτω» είπε λίγο πριν από την εκπνοή της διαδικασίας παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, ενώ διευκρίνισε ότι «όλα όσα έχουν να κάνουν με τις επιτροπές της Βουλής και τη λειτουργία της Βουλής θα γίνουν απολύτως κατά το Σύνταγμα, κατά τον νόμο και κατά τον Κανονισμό».
ΠΡΟΣ ΚΥΡΩΣΗ. Σύμφωνα με μια ερμηνεία των λεγομένων του, δεν αποκλείεται ακόμα και αν η αρμόδια Επιτροπή Εξωτερικών και Αμυνας δεν εγκρίνει τη Συμφωνία όταν κατατεθεί στη Βουλή (αναμένεται την προσεχή εβδομάδα), να προχωρήσει κανονικά η κύρωσή της από την Ολομέλεια. Και αυτό καθώς οι αποφάσεις των διαρκών επιτροπών της Βουλής έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, η Βουλή «ασκεί το νομοθετικό της έργο σε Ολομέλεια», όπως αναφέρει το Σύνταγμα (άρθρο 70), ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 91) οι αρμόδιες διαρκείς επιτροπές μετά την επεξεργασία και την εξέταση του νομοσχεδίου συντάσσουν και υποβάλλουν προς τη Βουλή σχετική έκθεση που περιέχει «την πρόταση της επιτροπής για την αποδοχή ή την απόρριψη του νομοσχεδίου». Το Σύνταγμα βέβαια προβλέπει υπό κάποιες προϋποθέσεις και περιορισμούς να ασκείται νομοθετικό έργο και από τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές (άρθρα 70, παρ. 2 και 72). Σύμφωνα με την παραπάνω ερμηνεία, η Επιτροπή δεν μπορεί να μπλοκάρει την εισαγωγή ενός νομοσχεδίου στην Ολομέλεια και ως εκ τούτου δεν υφίσταται το θέμα που έχει εγερθεί όσον αφορά τους νέους συσχετισμούς των κομμάτων, οι οποίοι θα πρέπει να αποτυπώνονται στη σύνθεση της Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας, όπου θα εισαχθεί προς επεξεργασία η Συμφωνία.
ΑΛΛΟΙΩΣΗ. Υπενθυμίζεται ότι η ΝΔ έχει προειδοποιήσει σε όλους τους τόνους να μην επιχειρηθεί αλλοίωση των συσχετισμών διότι κάτι τέτοιο θα συνιστά «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα». Και αυτό διότι μετά την αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (έχει 145 βουλευτές), ασχέτως του γεγονότος ότι στηρίχθηκε και από έξι άλλους βουλευτές για να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής (151). Ο Κανονισμός της Βουλής άλλωστε προβλέπει ότι στις επιτροπές εκπροσωπούνται κατ’ αναλογία οι κοινοβουλευτικές ομάδες και μάλιστα προς τούτο παρέχεται η δυνατότητα στον Πρόεδρο της Βουλής να αυξομειώνει τον αριθμό των μελών, χωρίς όμως να θίγεται η απόλυτη πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιες κοινοβουλευτικές πηγές θεωρούν το συγκεκριμένο ζήτημα του συσχετισμού στην Επιτροπή παρεμπίπτον, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και αν η πλειοψηφία της Επιτροπής είναι απορριπτική σε σχέση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αυτή θα εισαχθεί κανονικά προς κύρωση στην Ολομέλεια που έχει ούτως ή άλλως τον τελικό αποφασιστικό λόγο. Σημειώνεται ότι το 2003 η ρύθμιση για το επαγγελματικό ασυμβίβαστο δεν εγκρίθηκε από την πλειοψηφία της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, αλλά πήγε κανονικά στην Ολομέλεια. Ομως υπάρχει και το αντίθετο παράδειγμα, με τη διάταξη για τον φόρο στις μικρές ελληνικές ζυθοποιίες το 2015 που αποσύρθηκε διότι δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας της Επιτροπής (είχαν διαφωνήσει οι ΑΝΕΛ), αν και από την κυβέρνηση είχε ειπωθεί ότι η απόσυρσή της ήταν πολιτική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, το να μην εγκριθεί ένα θέμα μείζονος εθνικής σημασίας, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, από την πλειοψηφία της Επιτροπής θα έχει αρνητικό πολιτικό αντίκτυπο για την κυβέρνηση και θα συνιστά έστω σε συμβολικό επίπεδο πολιτική ήττα, όπως σχολίαζαν βουλευτές της αντιπολίτευσης.