«Για πρώτη φορά, είδα γραφομηχανή το 1873», γράφει ο Μαρκ Τουέιν σε ένα από τα πιο χαριτωμένα του κείμενα. «Υπαγόρευσα ξανά σε γραφομηχανή μετά από τριάντα χρόνια – μια ολόκληρη ζωή. Στην αρχή αυτού του μεγάλου διαλείμματος, η γραφομηχανή ήταν ένα παράδοξο. Το πρόσωπο που είχε γραφομηχανή ήταν επίσης παράδοξο. Ομως τώρα, στα 1904, έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο: Το πρόσωπο που ΔΕΝ έχει γραφομηχανή είναι παράδοξο».
Δεν ξέρω αν ξαφνιαστήκαμε περισσότερο με την εισβολή του ηλεκτρονικού υπολογιστή στη ζωή μας, απ’ ό,τι οι προπαππούδες μας με την ανακάλυψη αυτού του μηχανήματος «που εξοικονομούσε χρόνο και “γλώσσα” – το είδος της γλώσσας που απαλύνει τον εκνευρισμό», όπως γράφει ο Τουέιν, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που παρέδωσε στον εκδότη του δακτυλογραφημένο – αν και όχι από το δικό του χέρι – το κείμενο του βιβλίου του «Ζωή στο Μισισιπή». Πάντως το 1873 που πρωτοάγγιξε γραφομηχανή ο Τουέιν, ήταν ακριβώς η χρονιά που είχε αρχίσει να την παράγει μαζικά (μετά από πολλούς πειραματισμούς, σχεδόν ενός αιώνα) το εργοστάσιο Remington, στο οποίο ώς τότε κατασκευάζονταν όπλα. Και ώς τη δεκαετία του 1990, που εκτοπίστηκε σιγά σιγά από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, βγήκε σε όσες δυνατές παραλλαγές θα μπορούσε να φανταστεί κανείς: βαριά κι ασήκωτη στην αρχή, αργότερα πιο ανάλαφρη, μαύρη ή γκρίζα, σοβαρή, αργότερα χρωματιστή, γαλαζωπή, μοβ, κίτρινη, πορτοκαλί, ακόμη και διαφανής, «με γυάλινα εξαρτήματα στο πλάι, σαν θεωρεία της όπερας», όπως γράφει ο Τομ Χανκς, «με σύστημα στοιχειοφόρων ράβδων λεπτεπίλεπτο, σαν τα πόδια των φλαμίνγκο», όπως γράφει ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ στο χρονογράφημά του «Η γραφομηχανούλα», το οποίο συστεγάζεται και συνομιλεί, στην κομψή έκδοση της «Κίχλης», με έξι επιστολές και ένα ποίημα του Φρίντριχ Νίτσε για τη γραφομηχανή του.
Εχουν γραφτεί πολλά για τη σχέση του Νίτσε μ’ αυτό το μηχάνημα, «ένα πράγμα σαν κι εμένα, από ατσάλι», μια «γραφόσφαιρα», τύπου Malling-Hansen∙ κρατώ, ωστόσο, μόνο μια φράση που πληκτρολόγησε ο στοχαστής με κεφαλαία, λίγες μέρες αφότου την απέκτησε, δώρο από την αδελφή του για τα Χριστούγεννα του 1881: «Το μέσον με το οποίο γράφουμε συνεργεί στις σκέψεις μας». Μια άλλη σύμπτωση αναδύεται εδώ, που συνδέει τον φιλόσοφο με τον συγγραφέα Χένρι Τζέιμς∙ και τη Γένοβα, απ’ όπου στέλνει τις επιστολές του ο Νίτσε, με το Λονδίνο όπου υπαγορεύει στην πιστή γραμματέα του Theodora Bosanquet τα έργα του ο Τζέιμς, ενώ νιώθει τις λέξεις να «ανασύρονται» ασταμάτητα από μέσα του, χάρη σε ό,τι ο ίδιος ονομάζει «μουσική της μηχανής». «Το “κλικ” της Ρέμινγκτον λειτουργεί σαν ευεργετικό κέντρισμα της σκέψης του», θα γράψει αργότερα η Bosanquet στο βιβλιαράκι της «Henry James at work», «και την οδηγεί, πέρα από κάθε προσχεδιασμένη του πρόθεση, στην πράξη της σύνθεσης».
Ο Χένρι Τζέιμς
Αν ο Νίτσε, χτυπώντας τα πλήκτρα της γραφόσφαιράς του οδηγείται σε μια «ταύτιση μέσου και έκφρασης», όπως σημειώνει ο Ν. Σινιόσογλου στον πρόλογο της «Γραφομηχανούλας», ο Χένρι Τζέιμς εγκαταλείπεται στον ρυθμό της δακτυλογράφησης η οποία προσδίδει στο έργο του μια «τεχνολογική», θα λέγαμε, «διάσταση», που παράγει πολλές από τις ψυχολογικές του ιδιότητες. Δεν είναι μόνο το συγγραφικό πνεύμα ως ένα δυναμικό σύστημα παρορμήσεων, καταναγκασμών, επαναλήψεων και μετατοπίσεων που λειτουργεί εδώ∙ είναι και η υλική δομή της δακτυλογραφημένης υπαγόρευσης που αναπροσδιορίζει τις σκέψεις του συγγραφέα. Αντικαθιστώντας τις δικές του συνειδητές προθέσεις με τους ρυθμούς της γραφομηχανής του, ο Τζέιμς αναδιαμόρφωσε τον εαυτό του στο συγγραφικό υποκείμενο που θα παρήγε τις ψυχικές αναπαραστάσεις για τις οποίες έγινε διάσημος. Γιατί τα ψυχικά ερέβη που αίφνης καταυγάζονται, οι υπόγειες «πιέσεις» που ξεσπούν σ’ έναν ακατασίγαστο λεκτικό χείμαρρο δεν προκύπτουν ανεξάρτητα από τη διαδικασία της αποτύπωσής τους στο χαρτί. Και ίσως οι γλωσσικοί λαβύρινθοι των τελευταίων αφηγημάτων του Χένρι Τζέιμς να σχετίζονται με την παρατήρηση του θεωρητικού των Μέσων Φρίντριχ Κίτλερ, ότι ενώ με την πένα ή με το στυλό η συνειδητή όραση και γραφή ήταν συνδεδεμένες, η γραφομηχανή αποδιαρθρώνει αυτή τη σχέση κάνοντας το γράψιμο αθέατο, αυτόματο, πιο ελεύθερο και ρευστό.
Ωστόσο τη μουσική της Ρέμινγκτον δεν την εκτίμησε μόνο ο Χένρι Τζέιμς. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερα ασκημένο αφτί για να εντυπωσιαστεί από την ποικιλία των ηχοχρωμάτων που εκπέμπουν τα εξαρτήματά της – «το κλικ κλακ των πλήκτρων και το ντιν από το καμπανάκι, το κραακ του οχήματος που επέστρεφε στην αρχική του θέση, το φσστ του χαρτιού όταν τραβιόταν από τον κύλινδρο», καθώς γράφει χαρακτηριστικά ο Χανκς. Η γραφομηχανή, μπαίνει για πρώτη φορά σε αίθουσα συναυλιών το 1917 με το μονόπρακτο μπαλέτο του Erik Satie «Parade», ως παραγωγός θορύβου μάλλον, μαζί με σειρήνες και πυροβολισμούς. Μερικές δεκαετίες αργότερα επανέρχεται, σε ρόλο κρουστού, στη χαριτωμένη σύνθεση για γραφομηχανή και ορχήστρα του Leroy Anderson «The typewriter» (1950), ή στα κομμάτια που συνθέτουν οι έξι δακτυλογράφοι/μουσικοί της Boston Typewriter Orchestra, ενός ανσάμπλ για φωνή και γραφομηχανή, που συγκροτήθηκε το 2004. Και ύστερα, έρχεται ο Τομ Χανς, εμμονικός συλλέκτης γραφομηχανών, να τις παρομοιάσει με το πιάνο, αφού «ο όγκος και ο ρυθμός του ήχου τους καθορίζονται από τη δύναμη με την οποία τα δάχτυλα χτυπούν τα πλήκτρα». Αλλά βέβαια, δεν είναι ο πρώτος. Πριν από έναν σχεδόν αιώνα, ο συγγραφέας Εριχ Κέστνερ, γράφει στο ποίημά του «Χορωδία Δεσποινίδων»: «Τις γραφομηχανές σφυροκοπάμε/ κι είναι σαν να παίζουμε πιάνο».
Ο Τομ Χανκς
Η αγάπη του Τομ Χανκς για τις γραφομηχανές εκβάλλει στη συλλογή διηγημάτων του Ασυνήθιστα στοιχεία, με ασυνήθιστο τρόπο. Σε όλα τα αφηγήματα, ακόμα και σ’ εκείνα που δεν το περιμένεις, μια γραφομηχανή καραδοκεί σ’ ένα τραπέζι, σε μια βιτρίνα, να παρασύρει τον ήρωα, άλλοτε σ’ ένα παιχνίδι μαζί της, άλλοτε σ’ έναν στοχασμό. Ολιβέτι και Ολύμπια, Κοντινένταλ και Ρόγιαλ, Σμιθ Κορόνα και Ερμές, καλοδιατηρημένες ή στραπατσαρισμένες, παρεισδύουν στην αφήγηση σαν ένα νοσταλγικό νεύμα από μιαν άλλη εποχή, λιγότερο σκληρή, πιο ασφαλή. Κι ίσως γι’ αυτό όλες οι ιστορίες του μοιάζουν εξυγιασμένες, ακόμα κι όταν γράφει για την άγρια Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970, ή αναπαριστάνει σκηνές πολέμου (οι οποίες – αλίμονο! – φέρνουν συνέχεια στον νου σκηνές από τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν»). Η Αμερική του Τομ Χανκς είναι η υπεραπλουστευμένη εκδοχή μιας ανοιχτής, ελεύθερης, δημοκρατικής χώρας, που υποδέχεται στοργικά τους μετανάστες της και τους εναγκαλίζεται ως νέους υπηκόους της, σίγουρη ότι «θα διαφυλάττουν, θα προστατεύουν και θα υπερασπίζονται το Σύνταγμα, που τώρα πια είναι δικό τους, όσο και του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών». Μιας χώρας όπου η σκληρή δουλειά και η αισιοδοξία ανταμείβονται, τα κέικ είναι «μεγάλα σαν το παπούτσι σου» και οι οικογένειες διασκεδάζουν τα Σαββατοκύριακα σε Κέντρα Ψυχαγωγίας «με κλωβούς μπέιζμπολ, αυτόματα μηχανήματα που εκτοξεύουν μπαλάκια, φλιπεράκια, ηλεκτρονικά σκοποβολής», συνοδεία «ψητού καλαμποκιού, τεράστιων πρέτσελ και κόκα κόλας».
Ομως η καθαρότητα, η ορθότητα και τα καλά αισθήματα συνήθως δεν ωφελούν ιδιαίτερα τη λογοτεχνία. Ο Χανκς κερδίζει μόνο όταν αφήνει ελεύθερο το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό του (συχνά υποπτευόμαστε αυτοβιογραφικές αφετηρίες στις αφηγήσεις του) και συγκινεί όταν γίνεται έμμεσα εξομολογητικός. Οπως στο διήγημα «Τούτοι είναι οι στοχασμοί της καρδιάς μου» εστιασμένο, αποκλειστικά, στη γραφομηχανομανία του, όπου μέσω της ηρωίδας του αποδύεται σε μια πλάγια εκμυστήρευση για τον ίδιον. «Αναζητάς τη μονιμότητα», διαπιστώνει ο ηλικιωμένος έμπορος και επισκευαστής γραφομηχανών όταν η νεαρή πελάτισσά του προσπαθεί να του εξηγήσει γιατί θέλει να αγοράσει ένα συγκεκριμένο μοντέλο. «Η μηχανή δίνει την ψευδαίσθηση πως ό,τι γράψεις σ’ αυτήν, επιστολή, σημείωμα, απόδειξη, ομιλία, σχολική έκθεση, θα διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως για πάντα», έλεγε πρόσφατα ο Χανκς, επιχειρώντας να ερμηνεύσει την αιτία της εμμονής του. Ισως αυτός ο πόθος τού «για πάντα» να οδήγησε τον Τομ Χανκς στη λογοτεχνία.
Τομ Χανκς
Ασυνήθιστα στοιχεία
Μτφ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη, σελ. 472
Τιμή: 18,80 ευρώ
Ζίγκφριντ Κρακάουερ
Η γραφομηχανούλα
Μτφ. Νικήτας Σινιόσογλου,
εκδ. Κίχλη, σελ.75
Τιμή: 9,80 ευρώ