Τα έργα του Ντίνο Μπουτζάτι (1906-1972) εκδίδονταν στην Ελλάδα από την Αστάρτη ώς το μακρινό 1991. Εγινε διεθνώς γνωστός πρωτίστως από το βιβλίο του Η έρημος των Ταρτάρων (εξαιρετική η σχετική ταινία του Βαλέριο Ζουρλίνι), αλληγορική αποτίμηση της ζωής ενός στρατιωτικού φυτεμένου σε ένα μακρινό συνοριακό φυλάκιο, ο οποίος αναμένει τους βαρβάρους για να αποκτήσει νόημα η μοναχική ζωή του. Οταν επιτέλους εκείνοι φτάνουν, ο ίδιος έχει απαλλαγεί από τα καθήκοντά του. Είχε γράψει και άλλα σημαντικά βιβλία (μεταξύ τους συλλογές διηγημάτων και «παιδικά για μεγάλους») με κυρίαρχα τα θέματα υπαρξιακού τύπου, ενώ η κοινωνική αλλοτρίωση, η τεχνολογική επέλαση και ο μετασχηματισμός / περιβαλλοντική υποβάθμιση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων είναι επίσης παρόντα. Ενίοτε κατέφυγε και στο είδος του «φανταστικού». Ωστόσο στο Ενας έρωτας οι θεματικές αυτές γραμμές περνούν σε δεύτερο πλάνο και ίσως γι’ αυτό δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής. Οπότε απόρησα που προτιμήθηκε το συγκεκριμένο βιβλίο για την επανεμφάνισή του στην ελληνική αγορά.
Το θέμα του είναι ασφαλώς ένας καλός λόγος, μιας και καταπιάνεται με ένα ζήτημα που έχει αναβιώσει στις μέρες μας υπό νέες μορφές: την πορνεία και τον έρωτα που μπορεί να εκβλαστήσει υπό τη σκιά της, κυρίως στις ώριμες ηλικίες. Ενας 49χρονος πετυχημένος αρχιτέκτονας και σκηνογράφος στο Μιλάνο του ’60, ο Αντόνιο Ντορίγκο, επισκέπτεται τακτικά έναν οίκο ανοχής. Εκεί θα γνωρίσει τη Λάιντε, μια εικοσάχρονη λαϊκή κοπελίτσα που θα του πάρει ολοσχερώς τα μυαλά. Δεν υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος για τη γοητεία που του ασκεί, «έχει πάει και με τυπικά καλύτερες», ενώ η προσφορά φρέσκιας σάρκας στην αναπτυσσόμενη Ιταλία της εποχής μοιάζει απεριόριστη. Χιλιάδες κοπέλες τα δίνουν όλα για να ανέλθουν την κοινωνική, πρωτίστως όμως την καταναλωτική κλίμακα. Τα ίχνη του πολέμου έχουν σβήσει οριστικά, η εκβιομηχάνιση είναι ραγδαία, οίκοι μόδας και αυτοκινητοβιομηχανίες ανθούν δίπλα στη Σκάλα του Μιλάνου, όπου πρόσκαιρα η Λάιντε εργάζεται ως χορεύτρια. Ομως εκείνη έχει κάτι που τον παγιδεύει: την έχει ξαναδεί σε κάποιο σοκάκι, την έχει μάλιστα ακολουθήσει ως κάτι ιδεατό και αίφνης το γεγονός ότι εκδίδεται δένει τις δύο άκρες του νήματος. Επιπλέον τον γοητεύει το γεγονός ότι είναι μπαλαρίνα, έστω κι αν χορεύει παράλληλα σε ύποπτα νάιτ κλαμπ της εποχής. Μια οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να εκπορνευθεί, ακόμα και όσες ονειρευόμαστε, υπονοεί ο συγγραφέας. Ηδη στην αρχή του βιβλίου ο Αντόνιο διατυπώνει αυτή την υπόθεση εργασίας σχεδόν απροσχημάτιστα.
Οπως και να ‘χει, η Λάιντε σύντομα αποκτά συνείδηση της δύναμής της. Απαιτεί όλο και περισσότερα, τον σέρνει από τη μύτη σε σημείο γελοιοποίησης, τον κάνει ταξιτζή της, τον στήνει επί ώρες, του λέει απίθανα ψέματα που ο Αντόνιο εν τέλει καταπίνει καθώς στο τέλος της ημέρας αυτός ο μάλλον δειλός άντρας δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή χωρίς αυτήν. Αργότερα τη σπιτώνει, της κόβει μηνιαίο επίδομα, ενώ κάνει εκκλήσεις στα καλά της αισθήματα και στην ανθρώπινη αμοιβαιότητα. Ωστόσο εκείνη συνεχίζει με ακόρεστη όρεξη την παλιά της τέχνη σαν ένα είδος ταξικής εκδίκησης, αποκλείοντάς τον από τη ζωή της.
Ζήλεια και κυριαρχία
Η Νανά του Ζολά έρχεται συχνά στο μυαλό του αναγνώστη, με εκσυγχρονισμένη (για την εποχή) μορφή. Τα βάσανα του Αντόνιο μέχρι τον τελικό συμβιβασμό μέσω του απότομου εξαγνισμού της ηρωίδας είναι χωρίς τελειωμό και τα επανειλημμένα επεισόδια του μαρτυρίου του ενίοτε διολισθαίνουν προς το μπουφόνικο είδος. Ο ήρωας έχει δεχτεί αξιωματικά ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν άλλη γυναίκα και τα παθήματά του τον κάνουν «μαλάκα» στα μάτια του κόσμου, όπως του λέει απροσχημάτιστα προς το τέλος μια φίλη της Λάιντε. Εν μέσω όμως των επαναληπτικών μοτίβων ο Μπουτζάτι βγάζει επανειλημμένα από το μανίκι δύο τουλάχιστον άσους. Ο πρώτος σχετίζεται με το «ατελείωτο» θέμα του έρωτα και τις συνεπαγωγές του: την αρρωστημένη ζήλεια, την κυριαρχία, την εμμονή, τους συσχετισμούς δυνάμεων, τη μοναδικότητα, τους υποδυόμενους ρόλους, την οικονομική εξάρτηση, τις φαντασιώσεις, εν τέλει την ίδια την αλήθεια του άλλου στην οποία είναι ανέφικτο να φτάσει κανείς σε έλλογο βαθμό βεβαιότητας. Ο δεύτερος άσος έχει να κάνει με τη μεγαλούπολη και τους τρόπους με τους οποίους επιδρά στα όνειρα και στις φιλοδοξίες των κατοίκων της. Το Μιλάνο δεν ζωγραφίζεται απλώς καλά, ανατέμνεται σε όλη τη θορυβώδη δραστηριότητά του: τη βιομηχανική ρύπανση, το ραγδαία μετασχηματιζόμενο αστικό τοπίο, τους τεχνολογικούς θριάμβους της εποχής και τις συνακόλουθες εμμονές των πρώην προλετάριων με την κοινωνική άνοδο. Αυτής της πόλης προϊόν είναι η Λάιντε, σχεδόν νομοτελειακά.
Κοινωνικές σχέσεις
Λυρισμός και διδακτισμός
Ορισμένες εύστοχες «παραληρηματικές» σελίδες, φυτεμένες εδώ κι εκεί εντέλει δικαιώνουν την επιλογή του μάλλον σχηματικού θέματος. Βέβαια συχνά ο ιταλοπρεπής λυρισμός επιτρέπει τη διολίσθηση σε διδακτισμό, αλλά και σχετικοποίηση των ηθικών ευθυνών. Ο αστός ήρωας/ θύμα είναι συνυπεύθυνος, μαζί του και σύμπασα η αστική τάξη, σε ένα είδος ιδεολογικού συμφυρμού που μπλέκει τα επίπεδα ανάλυσης των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων. Εμπειρος δημοσιογράφος, μιας και εργάσθηκε διά βίου στην «Κοριέρε ντελα Σέρα» (μάλιστα στη διάρκεια του Πολέμου υπηρέτησε στην Αντίς Αμπέμπα), ο Ντίνο Μπουτζάτι χρησιμοποιεί συχνά ρεπορταζιακές τεχνικές για να αγκυρώσει την αφήγηση στην απέραντη θάλασσα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Το καταφέρνει και μάλιστα μας εισάγει προδρομικά στα μετανεωτερικά είδη εκπόρνευσης που κυριαρχούν στην εποχή μας – από το Διαδίκτυο ώς την απενοχοποίηση ποικίλων πρακτικών. Αν έλειπαν κάποιες σελίδες ηθικολογικά φορτισμένες, το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη καλύτερο.
Ντίνο Μπουτζάτι
Ενας έρωτας
Μτφ. Μαρία Οικονομίδου, σελ. 342, Μεταίχμιο, 2018
Τιμή: 16,60 ευρώ