Η Αθήνα σαν γκρίζα θάλασσα από κύβους είναι ένα εικονικό σχήμα που περιγράφει την τυπολογία της πολυκατοικίας. Το σήμα κατατεθέν της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και παράλληλα «τραύμα» για πολλούς κατοίκους της ξαναέρχεται στο προσκήνιο της διεθνούς έρευνας, αλλά και της εγχώριας εκδοτικής δραστηριότητας.
Δύο πανεπιστημιακές εκδόσεις από τη Ζυρίχη και το Λονδίνο, για παράδειγμα, εστιάζουν στην εξάπλωση της πολυκατοικίας στην Αθήνα από το 1950 έως το 1970. Ο γερμανός καθηγητής Αρχιτεκτονικής Θεωρίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Νυρεμβέργης Ρίτσαρντ Γουόντιτς ανέπτυξε τη διατριβή του για την ελληνική πολυκατοικία και αναγνώρισε την προσαρμοστικότητα των σύνθετων χωροταξικών δομών στο αστικό πλαίσιο της Αθήνας με βάση τις θεωρίες οικολογίας και βιωσιμότητας. Στο έργο του «The Public Private House, Modern Athens and its Polykatoikia» (Park Books, Ζυρίχη) που κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο συγκεντρώνει δοκίμια ελλήνων αρχιτεκτόνων, χάρτες του αθηναϊκού κέντρου, σχεδιαγράμματα, γραφήματα και σχέδια για να περιγράψει την πολυποίκιλη ελληνική αστική ανάπτυξη. Και όπως αναφέρει ο ίδιος, «σήμερα, αυτές οι οικιστικές μονάδες πολυκατοικιών ορίζουν το τοπίο της πόλης από το κέντρο έως την περιφέρεια και στεγάζουν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας. Ωστόσο, οι ιδιαίτερες συνθήκες και τα πολιτιστικά πρότυπα έθεσαν τον μετασχηματισμό της Αθήνας εκτός από την άφιξη της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας σε άλλες χώρες και αυτό που προέκυψε στην Αθήνα είναι μια έντονα ελληνική ποικιλία σύγχρονης αστικής ανάπτυξης».
Στο μεταξύ, η Διεθνής Επιθεώρηση Αρχιτεκτονικής «ΔΟΜΕΣ» ανέλαβε τη δεύτερη έκδοση της κλασικής πλέον μελέτης «Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη», σε επιμέλεια Γιάννη Αίσωπου, Γιώργου Σημαιοφορίδη. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2001. Και στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσής του ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αίσωπος, 17 χρόνια μετά, αποτιμά το περιβάλλον της σύγχρονης ελληνικής πόλης που άφησε πίσω της τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Βλέπει τη «διάχυτη Αθήνα» να χαρακτηρίζεται πια από τη συνθήκη της έντονης κινητικότητας, της μειωμένης παρουσίας του δημόσιου χώρου, την κυριαρχία των ιδιωτικών συγκροτημάτων κατοικίας, την κατανάλωση, την απουσία της Ιστορίας.
ΕΚΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ. Σε αυτήν την απελευθερωμένη νέα αντίληψη προστίθεται το βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου «Builders, Housewives and the Construction of Modern Athens» (Artifice Books on Architecture, Λονδίνο 2017). Η συγγραφέας είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Parsons School of Design του Πανεπιστημίου New School της Νέας Υόρκης και βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή (2007) στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Η Θεοχαροπούλου αφηγείται την ιστορία της Αθήνας και του εκμοντερνισμού της ελληνικής κοινωνίας, διερευνώντας την κοινωνική μετάβαση από τα «παλιά αθηναϊκά σπίτια» στην πολυκατοικία και στο αστικό διαμέρισμα της αντιπαροχής. Εμφαση δίνεται στη μελέτη των ρόλων των πρωταγωνιστών της «καταπιεσμένης ιστορίας» της αντιπαροχής, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους εργολάβους και τους ανειδίκευτους εργάτες, αλλά και οι νοικοκυρές της μεταπολεμικής Αθήνας, οι οποίες εγκατέλειψαν την ύπαιθρο για το αστικό διαμέρισμα.
Η Αθήνα, λοιπόν, ως αντιπαράδειγμα μοντέρνας πόλης με απαξιωμένο κτιριακό απόθεμα στο παρόν της κρίσης μπορεί να δώσει δημιουργικές ευκαιρίες για την κατασκευή μιας συνεκτικής ταυτότητας. Αυτό υποστηρίζει η αρχιτεκτονική ομάδα ΣΟΔΑ στον τόμο που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Futura «Αθήνα, από το κακέκτυπο στο αντιπαράδειγμα».
ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ «ΝΟΜΑ»
«Ενα πάτσγουορκ με ζωή»
Το περιοδικό «ΝΟΜΑΣ» αφιερώνει το δέκατο επετειακό τεύχος του στην Αθήνα, πόλη με την οποία ξεκίνησε. Η Λίνα Στεφάνου, διευθύντρια σύνταξης, μιλάει με αυτή την αφορμή
Γιατί αφιερώνετε ένα δεύτερο τεύχος στην Αθήνα; Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει στην πόλη μεταξύ πρώτου τεύχους του «ΝΟΜΑΣ» και σημερινής ατμόσφαιρας;
Το πρώτο μας τεύχος αφιερωμένο στην Αθήνα κυκλοφόρησε το 2014, ήταν ασπρόμαυρο, είχε ελάχιστα κείμενα, μεγάλες ελπίδες και υπέροχες φωτογραφίες. Η Αθήνα αντίστοιχα μετρούσε τις πληγές της τότε. Είχαμε θελήσει να δείξουμε – κυρίως στους ξένους – ότι πέρα από τα αρνητικά δημοσιεύματα του Τύπου υπήρχε μια πόλη ζωντανή, με γενναίους κατοίκους και μεγάλη ιστορία πίσω της, που πάλευε να σταθεί όρθια παρ’ όλο που αιμορραγούσε. Πέντε χρόνια μετά το «NOMAS» έφτασε αισίως στο 10ο τεύχος του, που είναι επετειακό, και αποφασίσαμε να το αφιερώσουμε στην πόλη που επιβίωσε μαζί μας. Την Αθήνα. Την πόλη που ξέρει να μεταμορφώνεται, με τον καλύτερο τρόπο, προκειμένου να επιβιώσει.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ταυτότητας των κατοίκων της; Δείχνουν συμφιλιωμένοι με την ιδέα της άσχημης πρωτεύουσας;
Νομίζω ότι η πρωτεύουσά μας τα τελευταία χρόνια έγινε πιο πολιτισμική. Χάρη στους μετανάστες από χώρες της Αφρικής, τους πρόσφυγες από Συρία, Ιράκ κ.λπ., τους κινέζους μπίζνεσμαν που αγοράζουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με άγνωστη μελλοντική χρήση – που σίγουρα θα αλλάξει τον χάρτη της πόλης -, χάρη στους ξένους κυρίως καλλιτέχνες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα τα τελευταία χρόνια στην πρωτεύουσα, αλλά και στα νέα παιδιά που έρχονται για internship, η γερασμένη Αθήνα, μοιάζει ξαφνικά ανανεωμένη. Το πρόσωπό της είναι ένα πάτσγουορκ που σε όλους θυμίζει κάτι. Αλλά και νέα παιδιά από την Ελλάδα που ταξίδεψαν στο εξωτερικό, είτε με Erasmus, είτε για να έχουν περισσότερες ευκαιρίες, βλέπουμε τώρα ότι επιστρέφουν, αναζητώντας την τύχη τους εδώ, γιατί παρά την κρίση, τη φτώχεια, την γκρίνια, τη μιζέρια, εδώ βρίσκουν κάτι που δεν βρίσκουν έξω. Βρίσκουν ζωή! Η Αθήνα έχει ακόμα μεδούλι για να σε θρέψει. Μπορεί στο μέλλον η Αθήνα να γίνει σαν άλλες νεκρές μεγαλουπόλεις που επισκεπτόμαστε τώρα στην Ευρώπη. Στο παρόν που ρωτάτε, όμως, θέλω να πιστεύω ότι έχουμε εκτιμήσει τον χρόνο που μας απομένει και την ομορφιά αυτού του τόπου που μας αναλογεί.