Πριν από μισόν αιώνα, νέος μαθητής του μεγάλου Δασκάλου σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη τον συνόδευσα σε μια ιδιωτική, κλειστή δεξίωση προς τιμήν του σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι επιστημόνων ιδιοκτητών. Κάπου στην 3ης Σεπτεμβρίου. Οταν φτάσαμε, οι καλεσμένοι δεν ήταν πάνω από είκοσι, ανάμεσά τους ο ακαδημαϊκός υπέργηρος Σπύρος Μελάς. Πριν λίγα χρόνια ο Ροντήρης είχε σκηνοθετήσει στο Εθνικό την ιστορική του σάτιρα «Ο βασιλιάς και ο σκύλος», μια αντιπαράθεση δύο κόσμων, δύο ηθικών και δύο ιδιοσυγκρασιών. Ο Μελάς αξιοποιούσε την ιστορική ανεκδοτολογική παράδοση που έφερνε στον Ιλισό σε αντιπαράθεση τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη με τον νεαρό φιλόδοξο, τολμητία βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο, όταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα για να πείσει τους Αθηναίους να συνταχθούν μαζί του στη σχεδιαζόμενη εκστρατεία εναντίον των Περσών. Η παράσταση εκείνη είχε παιχτεί στο Εθνικό επί δύο συνεχή έτη. Αλέξανδρος ο Νίκος Χατζίσκος, Διογένης ο Στέλιος Βόκοβιτς.
Ο Μελάς μαζί με τον Ξενόπουλο, τον Χορν, πατέρα, τον Μπόγρη και τον Αγγελο Τερζάκη ήταν οι ακρογωνιαίοι συγγραφείς του Μεσοπολέμου και ο Ροντήρης, κυρίαρχος τότε στην κρατική σκηνή, ανέβασε μυθικές από απόψεως διανομής παραστάσεις: «Φυντανάκι», «Αρραβωνιάσματα», «Μια νύχτα, μια ζωή», «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» – τα δύο τελευταία του Μελά.
Αν ξέφυγα λίγο σε σχέση με την εισαγωγή, είναι για να αντιληφθούν οι νεότεροι αναγνώστες μας γιατί σε εκείνη τη δεξίωση που ανέφερα, παρότι ήταν προς τιμήν του Ροντήρη, κυρίαρχος φαινόταν να είναι ο Μελάς, άνθρωπος ευφυέστατος, ανοιχτός, μέγας συζητητής, ανεκδοτολόγος και γυναικάς παρόλη την ηλικία του (1882 – 1966).
Εκείνο το βράδυ που τον γνώρισα από κοντά (1959) ήταν περίπου 77 ετών, ανθηρός και κεφάτος. Μετά το τιμητικό γεύμα και στο μεγάλο αστικό σαλόνι των φιλόξενων φίλων συγγραφέα και σκηνοθέτη, στον καφέ μια γνωστή λογία κυρία έθεσε στον Μελά μια ερώτηση: «Κύριε Μελά, πέρα από το άλλο πεζογραφικό, δοκιμιογραφικό και θεατρικό σας κείμενο, πέρα από τις μεγάλες δημοσιογραφικές σας αποστολές κυρίως ως εκλεκτός δημοσιογράφος του Ελευθερίου Βενιζέλου με τρανταχτές επιτυχίες, ανάμεσα σ’ αυτές οι αποκλειστικές ανταποκρίσεις από τα συνέδρια του Βερολίνου, των Παρισίων, του Βουκουρεστίου μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πού βρίσκατε τον καιρό να γράφετε καθημερινά χρονογραφήματα, συχνά σε τρεις εφημερίδες; Ηδη τώρα που έχουμε τη χαρά να σας συναντήσουμε προφανώς έχετε ήδη στείλει τα χρονογραφήματά σας για τα αυριανά φύλλα, στην “Ελευθερία”, στην “Εστία”, στη “Βραδυνή”. Το ερώτημά μου είναι πώς ανταποκρίνεστε στην καθημερινή πιεστική ανάγκη των εφημερίδων που σκέφτομαι πως θα επιθυμούν να έχουν το χειρόγραφό σας μια ορισμένη ώρα της ημέρας για να σταλεί στο τυπογραφείο. Το ερώτημά μου εν τέλει είναι: Πού βρίσκετε τα θέματα, τρία κάθε μέρα, για να γεμίσετε τρεις διαφορετικές στήλες σε τρεις εφημερίδες τελείως διαφορετικής πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας, μιας δεξιάς, μιας φιλελεύθερης κεντρώας και μιας λαϊκής;».
Ο Μελάς που είχε δεχτεί παλαιότερα και δίκαια την έντονη κριτική των πνευματικών ανθρώπων όταν δήλωνε πως είχε στο συρτάρι του διαφόρων χρωμάτων σκούφους, μαύρο, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο, ζήτησε με επιμονή από τη λόγια κυρία να εξηγήσει αναλυτικότερα τι ζητούσε να της πει. Εκείνη χωρίς να επεκταθεί τού είπε ξανά: «Πού βρίσκετε κάθε μέρα τρία σημαντικά θέματα, άρα εξήντα τον μήνα και επτακόσια τον χρόνο, ώστε να κρατήσετε το ενδιαφέρον του κοινό που σας διαβάζει; Και χωρίς ίχνος κολακείας, γνωρίζει ο καθείς πως όλοι διαβάζουν τα κείμενα αυτά με ενδιαφέρον και τα αναζητούν».
Ο Μελάς μ’ ένα αχνό χαμόγελο της είπε απλά: Ολα τα πράγματα αυτής της κοινωνίας, κυρία μου, είναι έξοχα πράγματα που μπορούν να προκαλέσουν έναν άνθρωπο της δουλειάς μας να τα κάνει θέμα ερεθιστικό.
Η κυρία, απτόητη καθώς καθόταν κοντά στο γραφείο των λογίων ιδιοκτητών του σπιτιού, άδραξε από το τραπέζι μια ποταμίσια λειασμένη από το νερό πέτρα που ο νοικοκύρης του σπιτιού τη χρησιμοποιούσε ως πρες παπιέ, για να συγκρατεί από τον αέρα και την κίνηση τα σκόρπια χαρτιά του, χειρόγραφα, επιστολές, λογαριασμούς, τηλεγραφήματα της δουλειάς του και κοιτώντας προκλητικά τον Μελά τού είπε: «Αυτή εδώ η πέτρα π.χ. μπορεί να γίνει θέμα, γιατί λέτε κάθε τι γίνεται θέμα;».
Ο Μελάς χωρίς να μιλήσει σηκώθηκε, τράβηξε πάνω από το γραφείο μια δεσμίδα λευκά χαρτιά, άρπαξε και το μελανοδοχείο και έναν κοντυλοφόρο με πένα και αποσύρθηκε σε ένα άλλο δωμάτιο – στην τραπεζαρία – του διαμερίσματος. Η συζήτηση στο σαλόνι με τον καφέ και το λικέρ συνεχίστηκε και σε λίγο είχε αλλάξει θέμα. Για αρκετή ώρα κέντρο των ερωτήσεων ήταν ο Ροντήρης την εποχή που είχε ιδρύσει το «Πειραϊκό Θέατρο» και ετοίμαζε εκείνη τη μεγαλειώδη περιοδεία μύησης στην τραγωδία των λαών της Νότιας και Βόρειας Αμερικής (από το Εκουαδόρ και την Αργεντινή έως τη Χιλή, το Μεξικό, τον Καναδά και τις ΗΠΑ) και βέβαια όλων των χωρών της Ευρώπης.
Σε ένα περίπου τέταρτο ξαναμπήκε στο σαλόνι ο Μελάς με πέντε περίπου κόλλες χαρτιού γραμμένες και χωρίς άλλο σχόλιο διάβασε ένα εξαίσιο χρονογράφημα (δημοσιεύτηκε σε δύο μέρες μετά στην «Εστία») με τον τίτλο «Η πέτρα». Μέσα στα γνωστά στενά πλαίσια ενός μονόστηλου κειμένου ο Μελάς είχε αναγάγει τη λεία πέτρα σε σύμβολο του χρόνου. Μια αποκομμένη από τους βράχους γύρω από τον ωκεανό ή τη Μεσόγειο πέτρα πέφτει στη θάλασσα και το αρμυρό νερό, ο χρόνος, η αιώνια κίνησης των κυμάτων, οι συγκυρίες, οι τύχες, οι συνθήκες επιδρώντας πάνω στην πέτρα τη λειαίνουν, τη διαμορφώνουν. Το κείμενο που έγραψε ο δαιμόνιος εκείνος (και αντιφατικός) άνθρωπος σε ένα τέταρτο εμένα τουλάχιστον με καθόρισε εφ’ όρου ζωής, όχι τόσο για το υπέροχο περιεχόμενό του, όσο για τον επαγγελματικό του αυτοματισμό, την ετοιμότητα ενός γραφιά ανά πάσα στιγμή να έχει τη δυνατότητα και την αποκτημένη ικανότητα να καταθέτει ένα κείμενο με σαφήνεια, διαύγεια, πρωτοτυπία σύλληψης και ικανό να δημιουργήσει στον αναγνώστη έντονη αντίδραση, όχι κατ’ ανάγκη θετική.
Στο τελευταίο συχνά ερχόταν να προστεθεί η κοινή διαπίστωση που είχαμε συμφωνήσει με τον αξέχαστο φίλο λόγιο και σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο πως ένα κείμενο, ένας πίνακας, ένα γλυπτό, μια παράσταση, μια μουσική σύνθεση, μια χορογραφία, ένα φιλμ, μια διάλεξη οφείλει να σε ερεθίζει, να σε αναστατώνει, να σε χαροποιεί, να σε προσβάλλει, να σε συκοφαντεί, να σε υπονομεύει, να σε προβληματίζει σε τομείς που έως τώρα δεν είχες απασχοληθεί, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να σε κάνει να πλήττεις! Η πλήξη είναι το θανάσιμο αμάρτημα μιας δημιουργίας, ούτε να χασμουριέσαι ούτε να γλαρώνεις, ούτε να μαυρίζεσαι βλέποντας μια παράσταση, διαβάζοντας ένα βιβλίο, ακούγοντας μια ομιλία. Ιδού δύο μέγιστα μαθήματα λοιπόν: τα πάντα μπορούν να γίνουν θέμα διαπραγμάτευσης, τα πάντα μπορούν να αναχθούν στην περιωπή του σοβαρού στοχασμού, του εικαστικού, μουσικού, ορχηστρικού, λογοτεχνικού θεατρικού, δοκιμιακού, ποιητικού γεγονότος.
Και από την άλλη κάθε δημιουργική πρόταση δεν επιτρέπεται να περνάει αδιάφορη, να μην προβληματίζει, θετικά ή αρνητικά, να μην προκαλεί ή να μην κινητοποιεί τα αντανακλαστικά του δέκτη. Ολα επιτρέπονται εκτός από την πλήξη, την υπνηλία, το χασμουρητό.
Ο μέγας είρων συγγραφέας νομπελίστας Μπέρναρντ Σο έχει γράψει πως όταν έκανε μια διάλεξη κριτήριο για την επιτυχία του θεωρούσε κοιτώντας το ακροατήριό του να μη συνέβαινε να έβλεπε κάποιοι να βγάζουν από το γιλέκο το ρολόι τους και να το κοιτούν. Ο τρόμος του όμως ήταν όταν αφού έβγαζαν το ρολόι κι αφού το κοιτούσαν το έφερναν κοντά στο αφτί τους για να βεβαιωθούν μήπως σταμάτησε!
Συμβαίνει λοιπόν συχνά να γράφει κανείς με θέμα: «Δεν έχω θέμα» και να αδημονεί να μην είναι πληκτική η διαπραγμάτευση και ο αναγνώστης να φτάσει στο τέλος…